πρωτοελλαδικός , ή, ό πρω-το-ελ-λα-δι-κός επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. που σχετίζεται με την πρωτοελλαδική εποχή: ~ός: οικισμός/πολιτισμός. ~ό: νεκροταφείο. Βλ. μεσο-, υστερο-ελλαδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: πρωτοελλαδική εποχή/περίοδος: η πρώιμη χαλκοκρατία (περ. 3000-2000 π.Χ.) στην ηπειρωτική Ελλάδα. Βλ. πρωτοκυκλαδική εποχή/περίοδος. [< αγγλ. early Helladic, 20ός αι.]
μεσο- & μεσό- & μεσ-
μεσο- & μεσό- & μεσ- α' συνθετικό λέξεων 1. με αναφορά στο μέσον ενός χρονικού ή τοπικού διαστήματος: μεσο-νύκτιο.|| Mεσο-καλόκαιρο (βλ. κατα-).|| Μεσο-ελλαδικός/~κυκλαδικός (βλ. πρωτο-, υστερο-). Μεσο-ζωικός.|| Μεσο-στρατίς (πβ. μισο-).|| Μεσ-ευρωπαϊκός (πβ. κεντρο-). Μεσο-δόντιος. Μεσο-κάρπιο. Μεσο-κυττάριος/~σπονδύλιος.2. με τη σημασία του εσωτερικού: μεσό-πορτα (πβ. εσώ-θυρα).
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.