Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρωτοκολλώ [πρωτοκολλῶ] πρω-το-κολ-λώ ρ. (μτβ.) {πρωτοκολλ-ά κ. -εί ... | πρωτοκόλλ-ησε, -άται κ. -είται, -ήθηκε, -ημένος}: καταχωρώ έγγραφο στο πρωτόκολλο: Αίτηση που ~είται από την αρμόδια υπηρεσία. Η επιστολή ~ήθηκε με αριθμό ... [< γαλλ. enregistrer, γερμ. protokollieren]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.