πρωτοπαθής , ής, ές πρω-το-πα-θής επίθ.: ΙΑΤΡ. (για παθολογική κατάσταση) που εκδηλώνεται σε πρώτη φάση, που δεν αποτελεί σύμπτωμα ή συνέχεια προηγούμενης: ~ής: καρκίνος/όγκος. ~ής: αμηνόρροια (: μη έναρξη της εμμηνόρροιας κατά την εφηβεία)/ανοσοανεπάρκεια. ~ές: γλαύκωμα/λέμφωμα. Διαταραχή που μπορεί να είναι ~ ή επίκτητη. Πβ. πρωτογενής. Βλ. δευτερο-, τριτο-παθής. ● επίρρ.: πρωτοπαθώς [-ῶς] [< μεσν. πρωτοπαθής, αγγλ. primary]
δευτερο- & δευτερό- & δευτερ-
δευτερο- & δευτερό- & δευτερ-: α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι κάτι συμβαίνει για δεύτερη φορά, βρίσκεται αμέσως μετά το πρώτο σε σειρά ή είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας: δευτερο-λογία.|| Δευτερο-ετής/δευτερό-τοκος. Δευτερ-αγωνιστής.|| (μτφ.) Δευτερο-γενής. Βλ. πρωτο-, τριτο-.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.