Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρωτοπαθής , ής, ές πρω-το-πα-θής επίθ.: ΙΑΤΡ. (για παθολογική κατάσταση) που εκδηλώνεται σε πρώτη φάση, που δεν αποτελεί σύμπτωμα ή συνέχεια προηγούμενης: ~ής: καρκίνος/όγκος. ~ής: αμηνόρροια (: μη έναρξη της εμμηνόρροιας κατά την εφηβεία)/ανοσοανεπάρκεια. ~ές: γλαύκωμα/λέμφωμα. Διαταραχή που μπορεί να είναι ~ ή επίκτητη. Πβ. πρωτογενής. Βλ. δευτερο-, τριτο-παθής. ● επίρρ.: πρωτοπαθώς [-ῶς] [< μεσν. πρωτοπαθής, αγγλ. primary]

δευτερο- & δευτερό- & δευτερ-

δευτερο- & δευτερό- & δευτερ-: α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι κάτι συμβαίνει για δεύτερη φορά, βρίσκεται αμέσως μετά το πρώτο σε σειρά ή είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας: δευτερο-λογία.|| Δευτερο-ετής/δευτερό-τοκος. Δευτερ-αγωνιστής.|| (μτφ.) Δευτερο-γενής. Βλ. πρωτο-, τριτο-.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.