πρωτότυπος , η, ο πρω-τό-τυ-πος επίθ.: που δεν μιμείται κάποιον άλλο, που γίνεται, δημιουργείται για πρώτη φορά· ασυνήθιστος, καινοτόμος: ~ος: διαγωνισμός/πίνακας ζωγραφικής/συνδυασμός/σχεδιασμός/τίτλος. ~η: άποψη/διαμαρτυρία/έκδοση/εργασία/έρευνα/μέθοδος/συσκευή/ταινία. ~ο: δώρο/έργο/θέμα/κείμενο/παιχνίδι/πείραμα/υλικό. ~ες: δημιουργίες/ευχές/ιδέες/λύσεις/προτάσεις/συνταγές. ~α: αρχεία/δικαιολογητικά/χειρόγραφα. Βραβείου ~ου σεναρίου.|| (για πρόσ.) ~ος: καλλιτέχνης. Πβ. αβάν-γκαρντ, πρωτοποριακός. Βλ. -τυπος1. ΑΝΤ. κοινότοπος, στερεότυπος (1), συνηθισμένος (1), τετριμμένος, τυποποιημένος (2) ● Ουσ.: πρωτότυπο (το) {πρωτοτύπ-ου}: ό,τι δημιουργήθηκε πρώτο, αποτελώντας πρότυπο για όλα τα άλλα: ~ εγγράφου/συμβολαίου. Διαβάζει τους αρχαίους συγγραφείς από το ~ (πβ. πηγές, βλ. μετάφραση). Το ~ της βεβαίωσης/του εντύπου/του πιστοποιητικού/της συνθήκης/του τιμολογίου. Η επικύρωση γίνεται με την επίδειξη των ~ων. ΑΝΤ. αντίγραφο (1) ● επίρρ.: πρωτότυπα & (λόγ.) πρωτοτύπως ● ΣΥΜΠΛ.: πρωτότυπη λέξη: ΓΡΑΜΜ. αρχική, πρωτογενής, που αποτελεί τη βάση για τον σχηματισμό άλλων λέξων. Βλ. παραγωγή, σύνθεση. [< μτγν. πρωτότυπος ‘σχηματισμένος πρώτος», τὸ πρωτότυπον «αρχέτυπο’, γαλλ. original, γαλλ.-αγγλ. prototype]
παραγωγή
παραγωγή πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. δημιουργία υλικών αγαθών (προϊόντων και υπηρεσιών) με σκοπό την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών· συνεκδ. το σύνολο των παραγόμενων αγαθών ή ο συγκεκριμένος τομέας επιχείρησης ή εργοστασίου: πρωτογενής/δευτερογενής/τριτογενής ~. Αγροτική/βιολογική/βιομηχανική/γεωργική/εμπορευματική/ζωική/φυτική ~. Εξατομικευμένη/μαζική/οικιακή ~. Εγχώρια/εθνική (βλ. ΑΕΠ)/κοινοτική/παγκόσμια ~. ~ αυτοκινήτων/ειδών αρτοποιίας/ελαιολάδου/ενδυμάτων/ηλεκτρικής ενέργειας/κρασιού. ~ και εμπορία (λιπασμάτων)/κατανάλωση (τροφίμων)/τυποποίηση (μελιού). Δείκτης/έλεγχος/έξοδα (ή δαπάνες)/κόστος/κύκλος/μέθοδοι/(εργοστασιακή) μονάδα/συνάρτηση/τεχνολογία ~ής. Ο κλάδος ~ής πλαστικών. Βλ. κατα-, παρα-σκευή.|| Καταστράφηκε η ~ ελιάς λόγω της χαλαζόπτωσης.|| Οι εργαζόμενοι στην ~.2. (γενικότ.) εκδήλωση, εμφάνιση, δημιουργία· συνεκδ. το σύνολο των δημιουργημάτων: ~ ήχου/θερμότητας/υδρογόνου. ~ ιδρώτα (= έκκριση)/πτυέλων (βλ. απόχρεμψη). ~ κειμένου/προφορικού και γραπτού λόγου. ~ γνώσης/διδακτικού υλικού.|| Η (εγχώρια) καλλιτεχνική/λογοτεχνική/μουσική/πνευματική/ποιητική ~.3. οργάνωση, επίβλεψη και συνήθ. χρηματοδότηση για τη μαγνητοσκόπηση εκπομπής, την κινηματογράφηση ταινίας ή την παρουσίαση θεατρικής παράστασης· συνεκδ. η ίδια η εκπομπή, ταινία ή παράσταση· οι παραγωγοί και συντελεστές της: ακριβή (πβ. υπερ~)/ανεξάρτητη/διαφημιστική/ελληνική/εξωτερική/κινηματογραφική/ξένη/ραδιοφωνική ~. Υπεύθυνος ~ής. Οπτικοακουστικές ~ές. Εταιρεία τηλεοπτικών ~ών. Βλ. συμ~.|| Δεν επιτράπηκε στην ~ να πραγματοποιήσει γυρίσματα εντός του μουσείου.4. ΓΛΩΣΣ. σχηματισμός νέων λέξεων με τη χρήση προσφυμάτων: ~ επιθέτων από ουσιαστικά/ρήματα. ~ και σύνθεση. Βλ. μορφολογία.5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) συλλογιστική πορεία από το γενικό στο ειδικό. Πβ. απαγωγή. ΑΝΤ. επαγωγή (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διοίκηση παραγωγής (κ. με κεφαλ. Δ, Π): επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τον σχεδιασμό και τη λειτουργία συστημάτων παραγωγής. Βλ. Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων., κάθετη παραγωγή: ΟΙΚΟΝ. που περιλαμβάνει όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Πβ. καθετοποίηση. Βλ. κάθετη μονάδα, κάθετη ολοκλήρωση., μέσα παραγωγής & συντελεστές παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των στοιχείων (δηλ. ανθρώπινη εργασία, έδαφος, πρώτες ύλες, μηχανήματα, εργαλεία, κτίρια) που απαιτούνται κατά την παραγωγική διαδικασία. [< αγγλ. means of production] , ακαθάριστη αξία παραγωγής βλ. ακαθάριστος, αλυσίδα παραγωγής βλ. αλυσίδα, γραμμή παραγωγής βλ. γραμμή, συγκέντρωση παραγωγής βλ. συγκέντρωση ● ΦΡ.: από την παραγωγή στην κατανάλωση1. για να τονιστεί ότι ένα προϊόν είναι αγνό, φρέσκο ή σπανιότ. πολύ φθηνό. 2. (σπάν.) για εμπορικές σχέσεις που διεξάγονται χωρίς μεσάζοντες. [< 1,2: μτγν. παραγωγή, γαλλ. production 3: αγγλ. production 4: μτγν. ~, γαλλ. dérivation 5: γαλλ. déduction]
-τυπος1
-τυπος1, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση συγκεκριμένου χαρακτηριστικού: ιδιό~/νομό~/πρωτό~.|| (ουσιαστικοπ.) Φαινό~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.