Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρόθεση πρό-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. η επιθυμία, ο σκοπός κάποιου να κάνει κάτι ή να εκδηλώσει ορισμένη συμπεριφορά: δεδηλωμένη/σαφής/συνειδητή ~. ~ αγοράς/επιβολής δασμών/συμμετοχής/συνεργασίας/ψήφου. Ανακοίνωση/γνωστοποίηση/δήλωση ~ης. Αγαθές/αδιευκρίνιστες/ειρηνικές/εχθρικές ~έσεις. Ανίχνευση/διερεύνηση ~έσεων. Δεν υπάρχει ~ για περιορισμό/περιορισμού των προσλήψεων. Η ~ των δραστών ήταν να σκοτώσουν. Πήγαμε στις συνομιλίες με ~ να λύσουμε το πρόβλημα. Αναχώρησε για το εξωτερικό χωρίς ~ επανόδου. Δεν ήθελα να σε προσβάλω, δεν είχα αυτή την ~ (= δεν το έκανα σκόπιμα). Άνθρωπος με καλές/κακές ~έσεις (= καλοπροαίρετος/κακοπροαίρετος). Αποκαλύπτω/δείχνω/κρύβω τις ~έσεις μου. Πρέπει να ξεκαθαρίσουν οι ~έσεις τους. Αμφισβητώ τις ~έσεις του. (λόγ.) Είμαι ενήμερος/δεν έχω ακριβή εικόνα των ~έσεών του. ΣΥΝ. προαίρεση (1) 2. ΓΡΑΜΜ. άκλιτο μέρος του λόγου που προτάσσεται κυρ. ουσιαστικών και δηλώνει ποικίλες επιρρηματικές σχέσεις ή λειτουργεί ως πρώτο συνθετικό λέξεων: κύριες ~έσεις (π.χ. αντί, από, για, κατά, με, παρά, προς, σε). ~έσεις που συντάσσονται με αιτιατική/γενική. Ρήμα σύνθετο με ~ (π.χ. διαβάλλω). Βλ. μόριο. 3. ΙΑΤΡ. χειρουργική μέθοδος αντικατάστασης σωματικού οργάνου, μέλους ή ιστού από αντίστοιχο τεχνητό· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το τεχνητό όργανο, μέλος ή εργαλείο: οδοντικές/οφθαλμικές ~έσεις. ~έσεις άνω/κάτω άκρων. ~έσεις σιλικόνης. ΣΥΝ. πρόσθεση (3) 4. ΕΚΚΛΗΣ. η προετοιμασία του άρτου και του οίνου για τη Θεία Ευχαριστία, η αντίστοιχη ιερή ακολουθία και ειδικότ. η κόγχη ή η μικρή τράπεζα στο ιερό ορθόδοξου ναού, όπου προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα. Πβ. προσκομιδή. 5. ΑΡΧ. (σπάν.) δημόσια έκθεση σορού: αμφορέας με παράσταση ~ης νεκρού. Βλ. εκφορά. ● ΣΥΜΠΛ.: καταχρηστικές προθέσεις (παλαιότ.): ΓΡΑΜΜ. προθέσεις της Ελληνικής που δεν απαντώνται σε σύνθεση με ρήματα (μέχρι, χωρίς, ένεκα, πλην)., σοβαρές προθέσεις: σχέδια, αποφάσεις που διακρίνονται από σοβαρότητα και υπευθυνότητα: Έχουν ~ ~ και διάθεση για δουλειά. Τη διαβεβαίωσε για τις ~ ~ του (: ότι σκοπεύει να την παντρευτεί). ● ΦΡ.: από/με πρόθεση & (λόγ.) εκ προθέσεως: ηθελημένα, εσκεμμένα: Είναι αφελής, δεν έκανε τίποτα από ~ (= επίτηδες).|| (NOM.) Δολοφονία/παράβαση εκ ~. Θα δικαστεί για ανθρωποκτονία από/με ~. Πβ. εκ προμελέτης. ΑΝΤ. από αμέλεια, είναι/ανήκει στις προθέσεις μου (λόγ.): έχω σκοπό να κάνω κάτι: ~ ~ του να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Δεν ~ ~ της κυβέρνησης ο ανασχηματισμός., έχω (την/ως) πρόθεση να ...: σκοπεύω να: ~ει ~ συμμετάσχει στον ανοικτό διαγωνισμό. Δεν είχα την παραμικρή ~ να σου δημιουργήσω πρόβλημα., ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση [< 1,5: αρχ. πρόθεσις 3: γαλλ. prothèse 2,4: μτγν. πρόθεσις]

εκφορά

εκφορά [ἐκφορά] εκ-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) διατύπωση γνώμης: ~ θέσεων/κρίσης/σκέψεων (= έκφραση). Πβ. απόφανση. 2. ΓΛΩΣΣ. άρθρωση, παραγωγή ομιλίας: σωστή ~ των λέξεων. ~ συμφώνων/φωνηέντων. Άτομα με δυσκολίες στην ~ του λόγου. Πβ. προφορά. 3. ΓΡΑΜΜ. τρόπος σύνταξης: ~ προτάσεων. 4. (λόγ.) μεταφορά του νεκρού με πομπή στον τόπο ταφής. Βλ. πρόθεση. [< αρχ. ἐκφορά]

κόλαση

κόλαση κό-λα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. τόπος αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών μετά τον θάνατό τους: ~ και παράδεισος. Τα βασανιστήρια/οι δαίμονες/οι δυνάμεις/τα καζάνια/οι φλόγες/οι φωτιές της ~ης. Θα πας στην ~. Ο Διάβολος και η ~. Βλ. Άδης, Τάρταρα. ΑΝΤ. παράδεισος (2) 2. (μτφ.-επιτατ.) συνθήκες ή χώρος όπου επικρατεί μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, καταστροφή: πύρινη ~ (= μεγάλη πυρκαγιά). Ημέρα/νύχτα ~ης (εξαιτίας του καύσωνα). Η ~ των ναρκωτικών/του πολέμου/των φυλακών. Η ζωή τους είναι/έχει γίνει πραγματική ~ (: ανυπόφορη). Ζει την προσωπική του ~ (πβ. δράμα). Σε ~ μετατράπηκαν οι διακοπές μας. Πενήντα σπίτια αποτεφρώθηκαν, σωστή ~!|| (ως παραθετικό σύνθ.) Γήπεδο-~ (: όπου επικρατεί μεγάλη αναταραχή, πανικός). 3. (αργκό) για κάτι πολύ ωραίο, στο οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί κανείς: βλέμμα/γλυκό σκέτη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλαση του Δάντη/δαντική κόλαση (μτφ.): φρικιαστική κατάσταση, μεγάλη καταστροφή: Σκηνές που θύμιζαν ~ ~ εκτυλίχθηκαν στη βομβαρδισμένη πρωτεύουσα., άρχοντας του σκότους βλ. άρχοντας, οι πύλες της κολάσεως/του Άδη βλ. πύλη ● ΦΡ.: από την κόλαση στον παράδεισο & από τον παράδεισο στην κόλαση: για τη ριζική μεταβολή μιας κατάστασης από το χειρότερο στο καλύτερο (ή αντιστρόφως): Η ομάδα βρέθηκε/γύρισε/επέστρεψε/πήγε ~ ~ με γκολ που σημείωσε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης., έγινε κόλαση/της κολάσεως (αργκό): έγινε χαμός: ~ ~ στο χθεσινό ντέρμπι. ΣΥΝ. έγινε/γίνεται το έλα να δεις, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος: ο άνθρωπος τιμωρείται ή ανταμείβεται αντίστοιχα για τις πράξεις του, όσο ζει στη Γη. ΣΥΝ. όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις: τα καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να προέρχονται από καλούς στόχους. [< γερμ. Der Weg zur Hölle ist mit guten Vorsätzen gepflastert] , όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση (μτφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ανέφικτο ή πάρα πολύ δύσκολο να συμβεί: Μόνο ~ ~ θα του ξαναμιλήσω. [< αγγλ. when/until hell freezes (over), 1919] , να/θα καείς στην κόλαση! βλ. καίω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< 1: αρχ. κόλασις 'τιμωρία']

μόριο

μόριο μό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {μορί-ου} 1. ΧΗΜ. ομάδα (δύο τουλάχιστον) ατόμων (του ίδιου ή διαφορετικών στοιχείων) ενωμένων με χημικό δεσμό· το ελάχιστο σωματίδιο στο οποίο μπορεί να διασπαστεί μια ουσία χωρίς να χάσει τις (χαρακτηριστικές) ιδιότητές της: ανόργανο/διατομικό/οργανικό/ουδέτερο/πολικό/ραδιενεργό/χημικό ~. Δομή/ιδιότητες/μορφολογία ~ου. Συστατικά ~α (ουσίας, σώματος). ~α DNA/νερού/πρωτεΐνης. Tο ~ μιας χημικής ένωσης αποτελείται από άτομα. Το ~ έχει σταθερή ατομική σύνθεση και μάζα. Ανακαλύφθηκε ~ που σχετίζεται με τον ιό .../με το σύνδρομο ... Βλ. γραμμο~, μακρο-, μικρο-μόρια. 2. {συνήθ. στον πληθ.} μονάδα βαθμολογίας σε εξετάσεις ή σε περιπτώσεις αξιολόγησης των δημοσίων κυρ. υπαλλήλων: ~α περιοχής/περιφέρειας. Συγκέντρωση/σύνολο/υπολογισμός ~ων. ~α για επαγγελματική εξέλιξη/μετάθεση/πρόσληψη. Οι βάσεις ανέβηκαν/κατέβηκαν (πενήντα, εκατό) ~α. Έχασα τη σχολή που θέλω για λίγα ~α! Πήρα οργανική θέση σε περιοχή (που μου δίνει) έξι ~α. 3. ΑΝΑΤ. τα (εξωτερικά) γεννητικά όργανα του ανθρώπου ή γενικότ. οποιοδήποτε τμήμα οργανισμού: ανδρικό (πβ. πέος)/γυναικείο (πβ. αιδοίο) ~.|| Ζωικό/φυτικό ~. 4. ΓΡΑΜΜ. άκλιτη λέξη, συνήθ. χωρίς λεξική σημασία, που συνδέει όρους και προτάσεις και βοηθά στον σχηματισμό εγκλίσεων και χρόνων: αρνητικό (: δεν, μη)/δεικτικό (: να)/δυνητικό/εγκλιτικό/επιτατικό (: δα)/ερωτηματικό (: μήπως, άραγε)/καταφατικό/μελλοντικό (: θα)/προτρεπτικό (: ας)/στερητικό (: α-) ~. Πβ. δείκτης. Πραγματολογικά ~α (: σύνδεσμοι, επιρρήματα, επιφωνήματα, προθέσεις). 5. το ελάχιστο ή πάρα πολύ μικρό τμήμα, η ελάχιστη ποσότητα ύλης: ~α γύρης/σκόνης. ~α που αιωρούνται στον αέρα. Πβ. σωματίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαλακά μόρια: ΑΝΑΤ. τα διάφορα μέρη του σώματος, εκτός από τα οστά: κακώσεις ~ών ~ων., αχώριστα μόρια βλ. αχώριστος, βεβαιωτικό επίρρημα/μόριο βλ. βεβαιωτικός [< 3, 4: αρχ. μόριον, γαλλ. molécule, αγγλ. molecule] ΜΟΡΙΟ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.