Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πρόθημα πρό-θη-μα ουσ. (ουδ.) {προθήμ-ατος | -ατα}: ΓΛΩΣΣ. πρόσφυμα που τοποθετείται πριν από το θέμα μιας λέξης: λεξικό ~ (π.χ. αλεξι-). Το ~ της λέξης "ξεδιαλύνω" είναι το "ξε". Βλ. επίθημα, μόρφημα. [< μτγν. πρόθημα 'προσθήκη', γαλλ. préfixe]
  • προθηματοποίηση προ-θη-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. προσθήκη προθήματος στην αρχή λέξης για τον σχηματισμό μιας νέας. π.χ. παρα-οικονομία. Βλ. επιθηματοποίηση. [< γαλλ. préfixation]

επίθημα

επίθημα [ἐπίθημα] ε-πί-θη-μα ουσ. (ουδ.) {επιθήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΓΛΩΣΣ. πρόσφυμα που προσκολλάται στο τέλος λέξης: καταληκτικό/κλιτικό/λεξικό (π.χ. -δοτώ)/παραγωγικό (π.χ. -ικός, -τήριο) ~. Πβ. κατάληξη. Βλ. μόρφημα, πρόθημα. 2. ΑΡΧΙΤ. ανεστραμμένη κόλουρη πυραμίδα που τοποθετούνταν σε κιονόκρανο για καλύτερη στήριξη του τόξου, κυρ. σε βυζαντινούς ναούς. [< 1: γαλλ. suffixe 2: αρχ. ἐπίθημα]

επιθηματοποίηση

επιθηματοποίηση [ἐπιθηματοποίηση] ε-πι-θη-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. προσθήκη επιθήματος στο τέλος του θέματος μιας λέξης για τον σχηματισμό μιας νέας: ~ επιθέτων (π.χ. μικρ-ούλης)/ουσιαστικών. Βλ. παραγωγή, προθηματοποίηση. [< γαλλ. suffixation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.