πρόθημα πρό-θη-μα ουσ. (ουδ.) {προθήμ-ατος | -ατα}: ΓΛΩΣΣ. πρόσφυμα που τοποθετείται πριν από το θέμα μιας λέξης: λεξικό ~ (π.χ. αλεξι-). Το ~ της λέξης "ξεδιαλύνω" είναι το "ξε". Βλ. επίθημα, μόρφημα. [< μτγν. πρόθημα 'προσθήκη', γαλλ. préfixe]
προθηματοποίηση προ-θη-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. προσθήκη προθήματος στην αρχή λέξης για τον σχηματισμό μιας νέας. π.χ. παρα-οικονομία. Βλ. επιθηματοποίηση. [< γαλλ. préfixation]
επίθημα
επίθημα [ἐπίθημα] ε-πί-θη-μα ουσ. (ουδ.) {επιθήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΓΛΩΣΣ. πρόσφυμα που προσκολλάται στο τέλος λέξης: καταληκτικό/κλιτικό/λεξικό (π.χ. -δοτώ)/παραγωγικό (π.χ. -ικός, -τήριο) ~. Πβ. κατάληξη. Βλ. μόρφημα, πρόθημα.2. ΑΡΧΙΤ. ανεστραμμένη κόλουρη πυραμίδα που τοποθετούνταν σε κιονόκρανο για καλύτερη στήριξη του τόξου, κυρ. σε βυζαντινούς ναούς. [< 1: γαλλ. suffixe 2: αρχ. ἐπίθημα]
επιθηματοποίηση
επιθηματοποίηση [ἐπιθηματοποίηση] ε-πι-θη-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. προσθήκη επιθήματος στο τέλος του θέματος μιας λέξης για τον σχηματισμό μιας νέας: ~ επιθέτων (π.χ. μικρ-ούλης)/ουσιαστικών. Βλ. παραγωγή, προθηματοποίηση. [< γαλλ. suffixation]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.