πρόκειται πρό-κει-ται ρ. (απρόσ.) {επρόκειτο, μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (λόγ.) 1. (+ να) αναμένεται (με μεγάλη βεβαιότητα) ή ενδέχεται να συμβεί: ~ να αποκτήσει παιδί/υποβληθεί σε εξετάσεις. Οι δύο τράπεζες ~ να συγχωνευθούν. ~ να βρέξει. Συγγνώμη, δεν ~ να επαναληφθεί. Βλ. προτίθεμαι, σκοπεύω.2. (+ για/περί) έχει σχέση με: ~ για το περιβάλλον. ~ για παρεξήγηση/(λογιότ.) ~ περί παρεξηγήσεως. ~ για αληθινή ιστορία. Επρόκειτο για έναν ξεχωριστό άνθρωπο. ● ΦΡ.: περί τίνος πρόκειται: σε τι αναφέρεται, τι αφορά: ~ ~; Δεν γνωρίζω ~ ~. [< αρχ. πρόκειμαι ‘είμαι τοποθετημένος μπροστά’]
προτίθεμαι
προτίθεμαι προ-τί-θε-μαι ρ. (μτβ.) {προτίθ-εσαι, -εται, -έμεθα, -εσθε, -ενται· παρατ. προ(ε)τίθετο, προ(ε)τίθεντο, προτιθέμ-ενος} (λόγ.): (+ να) σκοπεύω, είμαι διατεθειμένος να κάνω κάτι: ~ενος: αγοραστής.~ενες: παρεμβάσεις. Ο ~μενος να …Η κυβέρνηση ~εται να λάβει μέτρα για την ενίσχυση της οικονομίας. Δεν ~ να εμπλακώ στην υπόθεση. Πβ. σκέφτομαι. [< αρχ. προτίθεμαι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.