Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρόκειται πρό-κει-ται ρ. (απρόσ.) {επρόκειτο, μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (λόγ.) 1. (+ να) αναμένεται (με μεγάλη βεβαιότητα) ή ενδέχεται να συμβεί: ~ να αποκτήσει παιδί/υποβληθεί σε εξετάσεις. Οι δύο τράπεζες ~ να συγχωνευθούν. ~ να βρέξει. Συγγνώμη, δεν ~ να επαναληφθεί. Βλ. προτίθεμαι, σκοπεύω. 2. (+ για/περί) έχει σχέση με: ~ για το περιβάλλον. ~ για παρεξήγηση/(λογιότ.) ~ περί παρεξηγήσεως. ~ για αληθινή ιστορία. Επρόκειτο για έναν ξεχωριστό άνθρωπο. ● ΦΡ.: περί τίνος πρόκειται: σε τι αναφέρεται, τι αφορά: ~ ~; Δεν γνωρίζω ~ ~. [< αρχ. πρόκειμαι ‘είμαι τοποθετημένος μπροστά’]

προτίθεμαι

προτίθεμαι προ-τί-θε-μαι ρ. (μτβ.) {προτίθ-εσαι, -εται, -έμεθα, -εσθε, -ενται· παρατ. προ(ε)τίθετο, προ(ε)τίθεντο, προτιθέμ-ενος} (λόγ.): (+ να) σκοπεύω, είμαι διατεθειμένος να κάνω κάτι: ~ενος: αγοραστής.~ενες: παρεμβάσεις. Ο ~μενος να … Η κυβέρνηση ~εται να λάβει μέτρα για την ενίσχυση της οικονομίας. Δεν ~ να εμπλακώ στην υπόθεση. Πβ. σκέφτομαι. [< αρχ. προτίθεμαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.