Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρόνευση πρό-νευ-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) προνευστασμός (ο): ΝΑΥΤ. ταλάντωση που γίνεται από τη μια άκρη του πλοίου στην άλλη, σε σχέση με τον κύριο οριζόντιο άξονά του: απλή/διπλή ~. Γωνία/ροπή ~ης. Πβ. σκαμπανέβασμα. Βλ. διατοιχισμός. [< γαλλ. tangage]

διατοιχισμός

διατοιχισμός δι-α-τοι-χι-σμός ουσ. (αρσ.) & διατοίχιση (η): ΝΑΥΤ. ταλάντωση σωμάτων, συνήθ. πλοίων, κατά τον διαμήκη άξονα, υπό την επίδραση μιας δύναμης διέγερσης· οι κλίσεις δεξιά και αριστερά που παίρνει το πλοίο: ~ σε κυματισμό (πβ. μπότζι). Απόσβεση/γωνία ~ού. Βλ. πρόνευση, σκαμπανέβασμα, -ισμός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.