πρόξενος1 πρό-ξε-νος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {προξέν-ου}: επίσημος εκπρόσωπος κράτους σε ξένη χώρα, με σκοπό κυρ. την προστασία και προώθηση των συμφερόντων του κράτους αποστολής και των υπηκόων του: γενικός/επίτιμος ~. Βλ. διπλωμάτης, πρέσβης, υπο~. [< αρχ. πρόξενος ‘προστάτης’, γαλλ. consul]
πρόξενος2 πρό-ξε-νος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λόγ.): (+ γεν., συνήθ. για κάτι αρνητικό) υπαίτιος: ~ ταραχών. Οι μεθυσμένοι οδηγοί γίνονται συχνά ~οι ατυχημάτων. Παθογόνοι οργανισµοί που είναι ~οι µολυσµατικών ασθενειών. Πβ. υπεύθυνος. [< μτγν. πρόξενος ‘αυτός που προκαλεί, προξενεί’]
διπλωμάτης
διπλωμάτης δι-πλω-μά-της ουσ. (αρσ. + θηλ.) {διπλωματών} 1. ΠΟΛΙΤ. ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών που εκπροσωπεί τα συμφέροντα της χώρας του στο εξωτερικό: έμπειρος ~. ~ καριέρας. Ανάκληση/διορισμός ~η. Πβ. διπλωματικός αντιπρόσωπος, επιτετραμμένος. Βλ. πρέσβης, πρόξενος1.2. {(προφ.) θηλ. διπλωμάτισσα} (μτφ.) επιδέξιος στον χειρισμό δύσκολων καταστάσεων, κυρ. σε διαπροσωπικό επίπεδο, επιτήδειος: γεννημένος ~. Είσαι μεγάλος/πολύ ~! Πβ. ευέλικτος.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ και διπρόσωπος. Πβ. υποκριτής. [< γαλλ. diplomate, αγγλ. diplomat]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.