πρόσκληση πρό-σκλη-ση ουσ. (θηλ.) 1. το να καλείται κάποιος να μεταβεί, να παραστεί, να λάβει μέρος κάπου ή να κάνει κάτι· συνεκδ. προσκλητήριο: γραπτή/προφορική/τηλεφωνική ~. ~ σε/για γεύμα/δείπνο/διάλεξη/ημερίδα/ομιλία/πάρτι/συνάντηση εργασίας (πβ. κάλεσμα). Απευθύνω/αρνούμαι (μια) ~. Αποδοχή ~ης. Πήγε χωρίς ~ (= απρόσκλητος).|| (προφ.-ειρων.) Θέλεις ιδιαίτερη ~, για να έρθεις;|| Ατομική/ομαδική ~. ~ βάπτισης/γάμου. Αποστολή ~ης μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (= ηλεκτρονική ~). Δωρεάν ~ήσεις. ~ήσεις εγκαινίων. Εξασφάλισε/κέρδισε δύο διπλές ~ήσεις για το θέατρο/την παράσταση/την πρεμιέρα/τη συναυλία/το φεστιβάλ. Έχουν εξαντληθεί οι ~ήσεις για τη δεξίωση/το συνέδριο.2. κλήση από το κράτος, τη δικαιοσύνη ή γενικότ. από επίσημο φορέα για συγκεκριμένο σκοπό· συνεκδ. το αντίστοιχο έγγραφο: ~ εκδήλωσης ενδιαφέροντος/συνεργασίας/υποβολής προτάσεων. ~ συμμετοχής σε διαγωνισμό/ερευνητικό έργο/σεμινάριο/συνδιάσκεψη. Ανακοίνωση/δημοσίευση/δικαιούχοι/κωδικός/περίληψη/προκήρυξη/τροποποίηση ~ης. Αναδρομικές/ανοιχτές/ειδικές/τρέχουσες ~ήσεις. Αρχείο ~ήσεων. ~ των τακτικών μελών στην ετήσια γενική συνέλευση. Πρόγραμμα ~ης οχημάτων για τεχνικό έλεγχο από ΚΤΕΟ.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ στρατευσίμων.|| (ΝΟΜ.) Κοινοποιείται εξώδικη ~ για πληρωμή των οφειλομένων. [< 1: αρχ. πρόσκλησις, γαλλ. invitation, appel]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.