Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρόσφατος , η, ο πρό-σφα-τος επίθ.: που έγινε, εμφανίστηκε κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, που δεν απέχει πολύ χρονικά από σήμερα: ~ος: νόμος/σεισμός. ~η: απόφαση/δραστηριότητα/έκδοση (βιβλίου)/επίσκεψη/έρευνα/συνέντευξη/φωτογραφία. ~ο: εκκαθαριστικό σημείωμα. ~ες: αλλαγές/δημοσιεύσεις/ειδήσεις/εξελίξεις (πβ. τελευταίος, φρέσκος)/καταχωρήσεις. ~α: κρούσματα (βίας)/νέα. ~ο δελτίο τύπου. Η ~η ιστορία της χώρας. Από το/στο ~ο παρελθόν. ΑΝΤ. παλιός.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~η: μνήμη (: στην οποία αποθηκεύονται προσωρινά ~α περιστατικά). ● επίρρ.: πρόσφατα & (λόγ.) προσφάτως: ΣΥΝ. άρτι [< αρχ. πρόσφατος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.