Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πρότζεκτ πρό-τζεκτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. σχέδιο, σχεδιασμός εργασίας, δράσης, που εκπονείται συνήθ. με ομαδικό πνεύμα: Εταιρεία που αναλαμβάνει μεγάλα ~. ~ μάνατζερ. 2. ΠΑΙΔΑΓ. & (συχνότ.) σχέδιο εργασίας: διδακτική μέθοδος, τρόπος ομαδικής εργασίας στην οποία συμμετέχουν όλα τα μέλη της σχολικής τάξης: διαθεματικά ~. [< αγγλ. project, 1916]
  • προτζέκτορας προ-τζέ-κτο-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή για την προβολή εικόνων, σλάιντ, φιλμ σε επιφάνεια ή οθόνη μέσω συστήματος φακών. Πβ. διαφανο-, επιδια-σκόπιο, προβολέας. [< αγγλ. projector]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.