Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρόφαση πρό-φα-ση ουσ. (θηλ.) 1. δικαιολογία που προβάλλεται, για να καλυφθεί η πραγματική αιτία ενέργειας ή συμπεριφοράς, πρόσχημα: Δρα παράνομα με ~ το καλό του συνόλου. Αναζητούσε/βρήκε μια ~, για να μην τη συναντήσει (πβ. αφορμή, πάτημα). Χρησιμοποιώ κάτι σαν/ως ~. Αρνήθηκε να αναλάβει την υπόθεση, με την ~ ότι ... Με απέφευγε με διάφορες/ποικίλες ~άσεις. Όλα αυτά είναι αστείες/γελοίες ~άσεις. Πβ. προκάλυμμα. 2. ΒΙΟΛ. το πρώτο από τα στάδια της κυτταρικής διαίρεσης. Βλ. ανάφαση, μείωση, μίτωση. ● ΦΡ.: προφάσεις εν αμαρτίαις (ΠΔ): όταν κάποιος προσπαθεί να βρει δικαιολογίες για τα λάθη του: Aυτή είναι η αλήθεια, τα άλλα όλα είναι ~ ~. [< 1: αρχ. πρόφασις 2: αγγλ. prophase]

ανάφαση

ανάφαση [ἀνάφαση] α-νά-φα-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. το τρίτο στάδιο της μίτωσης, κατά το οποίο οι αδερφές χρωματίδες αποχωρίζονται μεταξύ τους και κινούνται προς τους πόλους (άκρα) του κυττάρου. Βλ. μετά-, πρό-, τελό-φαση. [< γερμ. Anaphase, γαλλ.-αγγλ. anaphase]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.