πρόφαση πρό-φα-ση ουσ. (θηλ.) 1. δικαιολογία που προβάλλεται, για να καλυφθεί η πραγματική αιτία ενέργειας ή συμπεριφοράς, πρόσχημα: Δρα παράνομα με ~ το καλό του συνόλου. Αναζητούσε/βρήκε μια ~, για να μην τη συναντήσει (πβ. αφορμή, πάτημα). Χρησιμοποιώ κάτι σαν/ως ~. Αρνήθηκε να αναλάβει την υπόθεση, με την ~ ότι ... Με απέφευγε με διάφορες/ποικίλες ~άσεις. Όλα αυτά είναι αστείες/γελοίες ~άσεις. Πβ. προκάλυμμα.2. ΒΙΟΛ. το πρώτο από τα στάδια της κυτταρικής διαίρεσης. Βλ. ανάφαση, μείωση, μίτωση. ● ΦΡ.: προφάσεις εν αμαρτίαις (ΠΔ): όταν κάποιος προσπαθεί να βρει δικαιολογίες για τα λάθη του: Aυτή είναι η αλήθεια, τα άλλα όλα είναι ~ ~. [< 1: αρχ. πρόφασις 2: αγγλ. prophase]
ανάφαση
ανάφαση [ἀνάφαση] α-νά-φα-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. το τρίτο στάδιο της μίτωσης, κατά το οποίο οι αδερφές χρωματίδες αποχωρίζονται μεταξύ τους και κινούνται προς τους πόλους (άκρα) του κυττάρου. Βλ. μετά-, πρό-, τελό-φαση. [< γερμ. Anaphase, γαλλ.-αγγλ. anaphase]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.