πρόωρος , η, ο πρό-ω-ρος επίθ.: που συμβαίνει, εκδηλώνεται πριν από την κανονική, αναμενόμενη, φυσιολογική χρονική στιγμή: ~ος: τοκετός. ~η: αποφυλάκιση/γήρανση/εξόφληση (δανείου)/συνταξιοδότηση. ~ες: εκλογές/εκπτώσεις. ~α: συμπεράσματα. ~η προσφυγή στις κάλπες. Πβ. πρώιμος.|| ~α: βρέφη/μωρά/νεογνά (: που γεννιούνται πριν από την 37η εβδομάδα κύησης). Βλ. -ωρος. ● επίρρ.: πρόωρα & (λόγ.) προώρως:Έφυγε ~ (: για ~ο θάνατο). ● ΣΥΜΠΛ.: πρόωρη εκσπερμάτωση βλ. εκσπερμάτωση [< μτγν. πρόωρος, γαλλ. précoce, prématuré]
εκσπερμάτωση
εκσπερμάτωση[ἐκσπερμάτωση] εκ-σπερ-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.) & εκσπερμάτιση: ΙΑΤΡ. εκροή σπέρματος και σπερματικού υγρού τη στιγμή του οργασμού: ακούσια/γρήγορη/καθυστερημένη ~. Βλ. στύση. ΣΥΝ. χύσιμο (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πρόωρη εκσπερμάτωση: εξώθηση σπέρματος ύστερα από ελάχιστο σεξουαλικό ερεθισμό πριν από ή λίγο μετά τη διείσδυση του πέους στον κόλπο. [< γαλλ. éjaculation prématuré] , παλίνδρομη εκσπερμάτωση βλ. παλίνδρομος [< γαλλ. éjaculation]
-ωρος
-ωρος, η, ο: επίθημα που συνδυάζεται κυρ. με αριθμητικά για δήλωση συγκεκριμένης διάρκειας ωρών: μονό~/δωδεκά~/πολύ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) δίωρo/οκτάωρο/εικοσιτετράωρο. Bλ. -λεπτος.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.