Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρόωρος , η, ο πρό-ω-ρος επίθ.: που συμβαίνει, εκδηλώνεται πριν από την κανονική, αναμενόμενη, φυσιολογική χρονική στιγμή: ~ος: τοκετός. ~η: αποφυλάκιση/γήρανση/εξόφληση (δανείου)/συνταξιοδότηση. ~ες: εκλογές/εκπτώσεις. ~α: συμπεράσματα. ~η προσφυγή στις κάλπες. Πβ. πρώιμος.|| ~α: βρέφη/μωρά/νεογνά (: που γεννιούνται πριν από την 37η εβδομάδα κύησης). Βλ. -ωρος. ● επίρρ.: πρόωρα & (λόγ.) προώρως: Έφυγε ~ (: για ~ο θάνατο). ● ΣΥΜΠΛ.: πρόωρη εκσπερμάτωση βλ. εκσπερμάτωση [< μτγν. πρόωρος, γαλλ. précoce, prématuré]

εκσπερμάτωση

εκσπερμάτωση[ἐκσπερμάτωση] εκ-σπερ-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.) & εκσπερμάτιση: ΙΑΤΡ. εκροή σπέρματος και σπερματικού υγρού τη στιγμή του οργασμού: ακούσια/γρήγορη/καθυστερημένη ~. Βλ. στύση. ΣΥΝ. χύσιμο (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πρόωρη εκσπερμάτωση: εξώθηση σπέρματος ύστερα από ελάχιστο σεξουαλικό ερεθισμό πριν από ή λίγο μετά τη διείσδυση του πέους στον κόλπο. [< γαλλ. éjaculation prématuré] , παλίνδρομη εκσπερμάτωση βλ. παλίνδρομος [< γαλλ. éjaculation]

-ωρος

-ωρος, η, ο: επίθημα που συνδυάζεται κυρ. με αριθμητικά για δήλωση συγκεκριμένης διάρκειας ωρών: μονό~/δωδεκά~/πολύ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) δίωρo/οκτάωρο/εικοσιτετράωρο. Bλ. -λεπτος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.