Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρυμναίος , α, ο [πρυμναῖος] πρυ-μναί-ος επίθ. (λόγ.) & (λαϊκό) πρυμ(ν)ιός, ιά, ιό: που βρίσκεται, ανήκει στην πρύμνη: ~ος: ιστός/κάβος. ~ο: κατάστρωμα. ΑΝΤ. πρωραίος [< μτγν. πρυμναῖος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.