Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


φτερουγίζει

φτερουγίζει φτε-ρου-γί-ζει ρ. (αμτβ.) {φτερούγι-σε, φτερουγί-σει, φτερουγίζ-οντας} & (σπάν.) φτερουγά, (λόγ.) πτερυγίζει 1. (κυρ. για πτηνό) χτυπά τα φτερά καθώς πετά ή για να πετάξει: Τα πουλιά ~ουν στον αέρα. Οι πεταλούδες ~ουν γύρω απ' τα λουλούδια.|| (μτφ.-λογοτ.) Η σκέψη ~. Η ψυχή του ~σε (= πέθανε). 2. (μτφ.) σκιρτά: Η καρδιά μου ~ από ταραχή/χαρά. Η ελπίδα ~ μέσα μας. Πβ. πεταρίζει, φτεροκοπά. [< 1: αρχ. πτερυγίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.