Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πτηνοτροφή πτη-νο-τρο-φή ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: τροφή κατάλληλα παρασκευασμένη για οικόσιτα πτηνά. Βλ. φαλαρίδα, -τροφή.

φαλαρίδα

φαλαρίδα φα-λα-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. χοντρό παρυδάτιο πτηνό (επιστ. ονομασ. Fulica atra) με μαύρο φτέρωμα, λευκό ράμφος, κόκκινα μάτια και χαρακτηριστικό άσπρο μέτωπο, το οποίο μοιάζει με πάπια και συγγενεύει με τον γερανό. Βλ. νερόκοτα. 2. ΒΟΤ. ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, το συνηθέστερο είδος του οποίου μοιάζει με καλαμιά (επιστ. ονομασ. Phalaris arundinacea), ενώ ένα άλλο (επιστ. ονομασ. Phalaris canariensis) καλλιεργείται για τους σπόρους του που αποτελούν πτηνοτροφή. [< 1: αρχ. φαλαρίς 2: μτγν. ~, αγγλ. phalaris, 1911]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.