Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πτηνοτρόφος πτη-νο-τρό-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την πτηνοτροφία. Βλ. -τρόφος. ΣΥΝ. ορνιθοτρόφος [< γαλλ. aviculteur]

-τρόφος

-τρόφος: επίθημα αρσενικών (και θηλυκών) ουσιαστικών που δηλώνουν ειδικό εκτροφέα: αγελαδο~/χοιρο~. (γενικότ.) Ζωο~/κτηνο~/πτηνο~.|| Μελισσο~ (πβ. -κόμος).|| Iχθυο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.