πτυχίο πτυ-χί-ο ουσ. (ουδ.): έγγραφο, τίτλος σπουδών που πιστοποιεί την ολοκλήρωση της φοίτησης, κυρ. σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή, ή τις επαρκείς γνώσεις σε κάποιον τομέα, κατόπιν διενέργειας εξετάσεων από κρατικό φορέα: αναγνώριση/αντίγραφο/απόκτηση/βαθμός/κάτοχος/(επικυρωμένη) φωτοτυπία/χορήγηση ~ου. Μελετητικά/πλαστά ~α. Αναβάθμιση ~ων. ~ ΑΕΙ/ΤΕΙ. ~ Ιατρικής/Νομικής. ~ ηλεκτρονικού/μηχανολόγου. ~ σε πάπυρο/περγαμηνή. ~α από ξένα πανεπιστήμια (βλ. ΔΟΑΤΑΠ). Έχω/παίρνω ~. Έγινε η απονομή των ~ων.|| Κρατικό ~ (= πιστοποιητικό) γλωσσομάθειας. ~ ΙΕΚ/ξένων γλωσσών/τεχνικών και επαγγελματικών σχολών. Πιστοποίηση ~ων. Πβ. δίπλωμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ενημερότητα πτυχίου βλ. ενημερότητα ● ΦΡ.: επί πτυχίω [ἐπί πτυχίῳ] (λόγ.) & (προφ.) στο πτυχίο: χαρακτηρισμός κυρ. φοιτητών που έχουν συμπληρώσει τα υποχρεωτικά χρόνια παρακολούθησης της σχολής τους, αλλά χρωστούν κάποια μαθήματα, προκειμένου να πάρουν πτυχίο: εξεταστική για τους ~ ~.|| (κατ' επέκτ., ως επίθ.) Οι ~ ~ εξετάσεις., καίω/σκίζω το πτυχίο/τα πτυχία μου1. για δήλωση της απαξίωσης των σπουδών: Δεν βρίσκω δουλειά και μου 'ρχεται να κάψω/σκίσω ~!2. (μτφ.) σε περιπτώσεις που κάποιος ακούει κάτι απίθανο, παράλογο που καταρρίπτει τις θεωρίες ή τις απόψεις του: Αν γίνει αυτό που λες, εγώ θα σκίσω ~!, τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; βλ. γαλόνι2 [< μτγν. πτυχίον 'πινακίδα που διπλώνει', γαλλ. diplôme]
γαλόνι2 γα-λό-νι ουσ. (ουδ.) {-ιών, συνήθ. στον πληθ.} (προφ.): διακριτικό των βαθμών της στρατιωτικής ιεραρχίας ραμμένο σε στολή· συνεκδ. αξίωμα, εξουσία: χρυσά ~ια. Πβ. επωμίδα, σαρδέλα, σιρίτι. Βλ. αστέρι, παράσημο. ● ΦΡ.: (έχει) πλάκα τα γαλόνια: (κυρ. για αξιωματικό) έχει μεγάλο βαθμό., ξηλώνω τα γαλόνια (μτφ.-προφ.): απομακρύνω αξιωματικό του στρατού ή γενικότ. αξιωματούχο από τη θέση του, τον καθαιρώ., τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; & τι τα έχουμε τα πτυχία; (προφ.): ως δήλωση ότι κάποιος διαθέτει πραγματικά μια ικανότητα κι όχι μόνο το όνομα, τη θέση ή τον τίτλο. [< ιταλ. galloni]
ενημερότητα
ενημερότητα [ἐνημερότητα] ε-νη-με-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η κατάσταση του ενήμερου: ~ γύρω από θέματα εξοικονόμησης ενέργειας. Πβ. ενημέρωση. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφαλιστική ενημερότητα: ΟΙΚΟΝ. επίσημη βεβαίωση που χορηγείται από ασφαλιστικό φορέα σε όσους έχουν εξοφλήσει τις ασφαλιστικές τους εισφορές: αποδεικτικό/πιστοποιητικό ~ής ~ας., ενημερότητα πτυχίου: πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας που χορηγείται κυρ. σε εργοληπτικές επιχειρήσεις., φορολογική ενημερότητα: ΟΙΚΟΝ. επίσημο έγγραφο που χορηγείται από την εφορία ή τα ΚΕΠ ύστερα από αίτηση και πιστοποιεί ότι ο αιτών δεν έχει φορολογικές εκκρεμότητες: έκδοση ~ής ~ας. [< αγγλ. tax clearance certificate] , γλωσσική επίγνωση βλ. επίγνωση, φωνολογική επίγνωση βλ. φωνολογικός
-ούχος1
-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.