Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πτυχίο πτυ-χί-ο ουσ. (ουδ.): έγγραφο, τίτλος σπουδών που πιστοποιεί την ολοκλήρωση της φοίτησης, κυρ. σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή, ή τις επαρκείς γνώσεις σε κάποιον τομέα, κατόπιν διενέργειας εξετάσεων από κρατικό φορέα: αναγνώριση/αντίγραφο/απόκτηση/βαθμός/κάτοχος/(επικυρωμένη) φωτοτυπία/χορήγηση ~ου. Μελετητικά/πλαστά ~α. Αναβάθμιση ~ων. ~ ΑΕΙ/ΤΕΙ. ~ Ιατρικής/Νομικής. ~ ηλεκτρονικού/μηχανολόγου. ~ σε πάπυρο/περγαμηνή. ~α από ξένα πανεπιστήμια (βλ. ΔΟΑΤΑΠ). Έχω/παίρνω ~. Έγινε η απονομή των ~ων.|| Κρατικό ~ (= πιστοποιητικό) γλωσσομάθειας. ~ ΙΕΚ/ξένων γλωσσών/τεχνικών και επαγγελματικών σχολών. Πιστοποίηση ~ων. Πβ. δίπλωμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ενημερότητα πτυχίου βλ. ενημερότητα ● ΦΡ.: επί πτυχίω [ἐπί πτυχίῳ] (λόγ.) & (προφ.) στο πτυχίο: χαρακτηρισμός κυρ. φοιτητών που έχουν συμπληρώσει τα υποχρεωτικά χρόνια παρακολούθησης της σχολής τους, αλλά χρωστούν κάποια μαθήματα, προκειμένου να πάρουν πτυχίο: εξεταστική για τους ~ ~.|| (κατ' επέκτ., ως επίθ.) Οι ~ ~ εξετάσεις., καίω/σκίζω το πτυχίο/τα πτυχία μου 1. για δήλωση της απαξίωσης των σπουδών: Δεν βρίσκω δουλειά και μου 'ρχεται να κάψω/σκίσω ~! 2. (μτφ.) σε περιπτώσεις που κάποιος ακούει κάτι απίθανο, παράλογο που καταρρίπτει τις θεωρίες ή τις απόψεις του: Αν γίνει αυτό που λες, εγώ θα σκίσω ~!, τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; βλ. γαλόνι2 [< μτγν. πτυχίον 'πινακίδα που διπλώνει', γαλλ. diplôme]
  • πτυχιούχος [πτυχιοῦχος] πτυ-χι-ού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): κάτοχος πτυχίου: ~ βιολογίας/πληροφορικής. Επαγγελματική σταδιοδρομία/εργασιακά δικαιώματα/πρόσληψη ~ου. ~οι (ανωτάτων/ανωτέρων) σχολών/εξωτερικού/πανεπιστημίου. Εξομοίωση/κατατάξεις/ορκωμοσία/σύλλογος ~ων.|| (ως επίθ.) ~ος: γεωπόνος. Πβ. διπλωματούχος. Βλ. -ούχος1. [< γαλλ. diplômé]

γαλόνι2

γαλόνι2 γα-λό-νι ουσ. (ουδ.) {-ιών, συνήθ. στον πληθ.} (προφ.): διακριτικό των βαθμών της στρατιωτικής ιεραρχίας ραμμένο σε στολή· συνεκδ. αξίωμα, εξουσία: χρυσά ~ια. Πβ. επωμίδα, σαρδέλα, σιρίτι. Βλ. αστέρι, παράσημο. ● ΦΡ.: (έχει) πλάκα τα γαλόνια: (κυρ. για αξιωματικό) έχει μεγάλο βαθμό., ξηλώνω τα γαλόνια (μτφ.-προφ.): απομακρύνω αξιωματικό του στρατού ή γενικότ. αξιωματούχο από τη θέση του, τον καθαιρώ., τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; & τι τα έχουμε τα πτυχία; (προφ.): ως δήλωση ότι κάποιος διαθέτει πραγματικά μια ικανότητα κι όχι μόνο το όνομα, τη θέση ή τον τίτλο. [< ιταλ. galloni]

ενημερότητα

ενημερότητα [ἐνημερότητα] ε-νη-με-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η κατάσταση του ενήμερου: ~ γύρω από θέματα εξοικονόμησης ενέργειας. Πβ. ενημέρωση. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφαλιστική ενημερότητα: ΟΙΚΟΝ. επίσημη βεβαίωση που χορηγείται από ασφαλιστικό φορέα σε όσους έχουν εξοφλήσει τις ασφαλιστικές τους εισφορές: αποδεικτικό/πιστοποιητικό ~ής ~ας., ενημερότητα πτυχίου: πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας που χορηγείται κυρ. σε εργοληπτικές επιχειρήσεις., φορολογική ενημερότητα: ΟΙΚΟΝ. επίσημο έγγραφο που χορηγείται από την εφορία ή τα ΚΕΠ ύστερα από αίτηση και πιστοποιεί ότι ο αιτών δεν έχει φορολογικές εκκρεμότητες: έκδοση ~ής ~ας. [< αγγλ. tax clearance certificate] , γλωσσική επίγνωση βλ. επίγνωση, φωνολογική επίγνωση βλ. φωνολογικός

-ούχος1

-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.