Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πτυχώνει πτυ-χώ-νει ρ. (αμτβ.) {πτυχω-μένος}: σχηματίζει πτυχές: Το πάνω μέρος της ποδιάς ~ κάτω από τη μέση. ~μένη: φούστα (: με πιέτες). Βλ. ζαρώνω.|| (ΑΝΑΤ.) Τμήμα του στομάχου ~εται μέσα στον αυλό του.|| (ΓΕΩΛ.) Ο ηπειρωτικός φλοιός ~εται και δημιουργεί οροσειρές. [< γαλλ. plier]

ζαρώνω

ζαρώνω ζα-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ζάρω-σα, -μένος, ζαρών-οντας} (προφ.) 1. μαζεύω το σώμα μου, κουλουριάζομαι: ~σε (= διπλώθηκε) από το κρύο/από τον φόβο του. Πβ. κουβαριάζομαι. Βλ. τεντώνω. 2. γεμίζω ζάρες: Το πουκάμισο/τραπεζομάντιλο ~σε. Βλ. πτυχώνει.|| Το πρόσωπό της ήταν ~μένο (= ρυτιδιασμένο) από τα γηρατειά. 3. κάνω κάτι να αποκτήσει πτυχές, ζάρες: ~σε το μέτωπό/τα φρύδια του (πβ. σουφρώνω). 4. χάνω βάρος, αδυνατίζω, μαζεύω: ~σε από την αρρώστια. Πβ. συρρικνώνω, φυραίνω. [< μεσν. ζαρώνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.