πτυχώνει πτυ-χώ-νει ρ. (αμτβ.) {πτυχω-μένος}: σχηματίζει πτυχές: Το πάνω μέρος της ποδιάς ~ κάτω από τη μέση. ~μένη: φούστα (: με πιέτες). Βλ. ζαρώνω.|| (ΑΝΑΤ.) Τμήμα του στομάχου ~εται μέσα στον αυλό του.|| (ΓΕΩΛ.) Ο ηπειρωτικός φλοιός ~εται και δημιουργεί οροσειρές. [< γαλλ. plier]
ζαρώνω
ζαρώνω ζα-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ζάρω-σα, -μένος, ζαρών-οντας} (προφ.) 1. μαζεύω το σώμα μου, κουλουριάζομαι: ~σε (= διπλώθηκε) από το κρύο/από τον φόβο του. Πβ. κουβαριάζομαι. Βλ. τεντώνω.2. γεμίζω ζάρες: Το πουκάμισο/τραπεζομάντιλο ~σε. Βλ. πτυχώνει.|| Το πρόσωπό της ήταν ~μένο (= ρυτιδιασμένο) από τα γηρατειά.3. κάνω κάτι να αποκτήσει πτυχές, ζάρες: ~σε το μέτωπό/τα φρύδια του (πβ. σουφρώνω).4. χάνω βάρος, αδυνατίζω, μαζεύω: ~σε από την αρρώστια. Πβ. συρρικνώνω, φυραίνω. [< μεσν. ζαρώνω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.