Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πτωτικός , ή, ό πτω-τι-κός επίθ. 1. (λόγ.) που παρουσιάζει ποσοτική ή ποιοτική μείωση, υποβάθμιση: (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: κύκλος (των επιτοκίων)/ρυθμός. ~ή: κίνηση/πορεία. ~ό: κλίμα (αγοράς)/ρεύμα/σερί. ~ές: τάσεις. Σε ~ή τροχιά το Χρηματιστήριο. Βλ. προ~. ΣΥΝ. καθοδικός (1) ΑΝΤ. ανοδικός (1) 2. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με την πτώση: ~ές: καταλήξεις. ● Ουσ.: πτωτικά (τα): ΓΡΑΜΜ. τα ονοματικά μέρη του λόγου που διαθέτουν πτώσεις (άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, μετοχή, αριθμητικό). ● επίρρ.: πτωτικά: ~ κινήθηκε το Χρηματιστήριο. [< 1: αγγλ. falling 2: μτγν. πτωτικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.