πτώμα [πτῶμα] πτώ-μα ουσ. (ουδ.) 1. νεκρό σώμα ανθρώπου ή ζώου: απανθρακωμένο/διαμελισμένο ~. ~ σε αποσύνθεση/(προχωρημένη) σήψη. Ανεύρεση/εντοπισμός ~ατος. Αναγνώριση (της ταυτότητας) του ~ατος. Διενέργεια ιατροδικαστικής εξέτασης/νεκροψίας σε ~. Περισυλλογή ~άτων. Αποκομιδή ~άτων ζώων. Ανέσυραν/βρήκαν/έθαψαν/εξαφάνισαν το ~. Θρηνώ/κλαίω πάνω από το ~ κάποιου. Πβ. κουφάρι, λείψανο, σορός. Βλ. μούμια.|| Αποτέφρωση ~άτων ζώων. Πβ. λέσι, ψοφίμι.2. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.-προφ.) κατάκοπος: Είμαι/έγινα ~ από την/στην κούραση. Γύρισε ~ από τη δουλειά. Είναι ~ από τις συνεχείς μετακινήσεις/το χθεσινό ξενύχτι. Πβ. ρετάλι. ΣΥΝ. κουρέλι (2), λιώμα (1), ράκος (1), ψόφιος (1) ● Υποκ.: πτωματάκι (το) ● ΦΡ.: πάνω από το πτώμα (μου) (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί 1. (εμφατ.) η αποφασιστικότητα κάποιου να εναντιωθεί σθεναρά σε κάτι: Μόνο ~ ~ μου θα ... Θα πρέπει να περάσει ~ ~ μου, για να ...2. αδίστακτη και συνήθ. ανήθικη εκμετάλλευση: Συνεχίζεται το παζάρι ~ ~ των ... [< αγγλ. over my dead body] , πατά(ει) επί πτωμάτων (λόγ.): χρησιμοποιεί αδίστακτα κάθε μέσο, για να πετύχει τους στόχους του: ~ούν ~, για να επιβιώσουν. Πλούτισε, πατώντας ~. [< 1: αρχ. πτῶμα]
πτωμαΐνη πτω-μαΐ-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. τοξική αμινική ουσία που σχηματίζεται από τη διάσπαση των πρωτεϊνών, εξαιτίας της δράσης βακτηριακών ενζύμων κατά την αποσύνθεση πτωμάτων και χαρακτηρίζεται από έντονη δυσοσμία. || (μτφ.) Η κατάσταση μυρίζει ~. [< γαλλ. ptomaïne, αγγλ. ptomaine]
πτωματικός , ή, ό πτω-μα-τι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με το πτώμα ή προέρχεται από αυτό: ~ή: ακαμψία. ~οί: δότες. ~ές: υποστάσεις.|| ~ό: μόσχευμα. [< πβ. μτγν. πτωματικός 'επιληπτικός', γαλλ. cadavérique]
πτωματοφάγος , ος, ο πτω-μα-το-φά-γος επίθ.: ΖΩΟΛ. που τρέφεται με πτώματα: ~ος: γύπας/καρχαρίας. ~ες: ύαινες. ~α: όρνια.|| (ως ουσ.) Τα ~α. Βλ. -φάγος.
μούμια
μούμια μού-μια ουσ. (θηλ.) 1. ταριχευμένο νεκρό σώμα ανθρώπου ή ζώου: αιγυπτιακές ~ιες.2. (μτφ.-μειωτ.) για άσχημο, ρυτιδιασμένο ή αποκρουστικό άνθρωπο. [< ιταλ. mummia]
-φάγος & -φαγος
-φάγος & -φαγος, ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~.2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος).3. καταπατητή: οικοπεδο~.4. ασθένεια: τριχο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.