πτώση πτώ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ελεύθερη κατακόρυφη κίνηση ενός σώματος υπό την επίδραση της βαρύτητας: (για πρόσ.) ~ από άλογο/μπαλκόνι/ποδήλατο/σκάλα/ύψος. ~ σε γκρεμό/καταρράκτη. ~ με αλεξίπτωτο. ~ από γλίστρημα/παραπάτημα/σπρώξιμο. Κίνδυνος ~ης. Θάνατος/κάταγμα από ~.|| ~ αεροπλάνου (λόγω βλάβης)/βράχων (πβ. κατολίσθηση)/κεραυνού/μαλλιών (= τριχόπτωση)/μετεωρίτη/φύλλων (= φυλλόπτωση)/χαλαζιού (= χαλαζόπτωση)/χιονιού (= χιονόπτωση)/χιονοστιβάδας. Τα αίτια της ~ης του μαχητικού.|| (μτφ.) ~ της αυλαίας του φεστιβάλ (= λήξη).|| (ΙΑΤΡ.) (Παραλυτική) ~ του άνω βλεφάρου (= βλεφαρόπτωση). ~ μήτρας (βλ. πρόπτωση). ~ (= χαλάρωση) των μαστών. ΣΥΝ. πέσιμο (1) 2. γκρέμισμα, κατάρρευση: ~ κτιρίων εξαιτίας του σεισμού. Η ~ του τείχους του Βερολίνου.|| ~ δέντρων λόγω του δυνατού αέρα.|| ~ του οχυρού μετά από πολιορκία. (ΙΣΤ.) Η ~ της Κωνσταντινούπολης (= άλωση).3. (μτφ.) μείωση: αισθητή/απότομη/δραματική/μεγάλη/μικρή/οριακή/ραγδαία/σημαντική/σταθερή ~. ~ της ανεργίας/της απόδοσης/των βάσεων/των επιδόσεων/της ζήτησης/της θερμοκρασίας/της (τουριστικής) κίνησης (πβ. ύφεση)/των μετοχών/των τιμών (= αποπληθωρισμός). Ανακοπή/αποτροπή της ~ης. Συνέπειες της ~ης. Σε ~ (βρίσκεται) η δημοτικότητα του ... Παρατηρείται ~ των εισπράξεων/των πωλήσεων. Πβ. κάμψη, υποχώρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε/σημείωσε/υπέστη ~ (σε ποσοστό ...%). Με ~ έκλεισε το ΧΑΑ. Βλ. κραχ.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του αιματοκρίτη (βλ. αναιμία)/της πίεσης (βλ. υπόταση)/του πυρετού. ΑΝΤ. άνοδος (1) 4. διακοπή της λειτουργίας ηλεκτρικού κυκλώματος: ~ της ασφάλειας/του ρεύματος.5. (μτφ.) απώλεια θέσης, δύναμης: ~ του καθεστώτος/της κυβέρνησης. ~ βασιλιά από το αξίωμά του (= έκπτωση, καθαίρεση).|| Ηθική/πνευματική/πολιτιστική ~ (= διάλυση, κατάπτωση, ξεπεσμός, παρακμή). ~ του βιοτικού/μορφωτικού επιπέδου. Παρακμή και ~ μιας αυτοκρατορίας.|| Τον παρέσυρε στην ~ (= στον βούρκο, στην καταστροφή).|| ~ του ηθικού.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ (των Πρωτοπλάστων) από τον Παράδεισο.|| (ΦΙΛΟΛ.) Η ~ του ήρωα μιας τραγωδίας. ΑΝΤ. άνοδος (3) 6. ΓΡΑΜΜ. καθένας από τους μορφολογικούς τύπους που σχηματίζουν οι κλιτές λέξεις εκτός από τα ρήματα: ονομαστική, γενική, αιτιατική, κλητική (~) ενικού/πληθυντικού. Ορθές ~εις (: η ονομαστική και η κλητική). Βλ. αφαιρετική, δοτική.7. ΜΟΥΣ. σύνδεση δύο ή περισσότερων συγχορδιών, ώστε να επιτυγχάνεται το χώρισμα μιας φράσης από μια άλλη, να δημιουργείται δηλ. η εντύπωση της κατάληξης: ατελής ή μισή/διακεκομμένη, απροσδόκητος ή απρόοπτος/πλαγία ή εκκλησιαστική/τελεία ~. ~ στη δεσπόζουσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη πτώση1. ΦΥΣ. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα μόνο με την επίδραση του βάρους του. 2. (μτφ.) ανεξέλεγκτη καθοδική πορεία: Σε ~ ~ η καριέρα του/οι λιανικές πωλήσεις.3. το χρονικό διάστημα της πτώσης του αλεξιπτωτιστή, προτού ανοίξει το αλεξίπτωτο. [< αγγλ. free fall, 1919] , κατακόρυφη/κάθετη πτώση (μτφ.): απότομη και δραματική μείωση: ~ ~ των εξαγωγών/της παραγωγής., πλάγιες πτώσεις: ΓΡΑΜΜ. η γενική, η αιτιατική και (στην Αρχαία Ελληνική) η δοτική. ● ΦΡ.: μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως: μέχρις εσχάτων, μέχρις εξαντλήσεως: μάχη ~ ~. Πολέμησαν ~ ~.|| Χορέψαμε ~ ~. [< 1, 2, 6: αρχ. πτῶσις, γαλλ. chute, ptose, αγγλ. drop, fall 7: ιταλ. cadenza]
αφαιρετική
αφαιρετική [ἀφαιρετική] α-φαι-ρε-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. πτώση γλωσσών (όπως της λατινικής) που δηλώνει την αφετηρία, το όργανο, τον τρόπο ή τον δράστη της ενέργειας. [< μτγν. ἀφαιρετική, λατ. ablativus]
κραχ
κραχ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΟΙΚΟΝ. ξαφνική και ραγδαία πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου: χρηματιστηριακό ~. Μίνι ~. Το (μεγάλο) ~ (ενν. του 1929 στην Αμερική). Στα πρόθυρα οικονομικού/παγκόσμιου ~.|| (κατ' επέκτ.-σπάν.) Η επιχείρηση οδηγήθηκε σε ~. Πβ. πτώχευση, χρεοκοπία.|| Εφημεριακό ~ (: στα νοσοκομεία). Βλ. κατάρρευση. [< γερμ. Krach]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.