Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυαιμία πυ-αι-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. τύπος σηψαιμίας που οφείλεται στην παρουσία πυογόνων μικροβίων στο αίμα, κυρ. στον σταφυλόκοκκο και έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διαπυήσεων και ποικίλων αποστημάτων. Βλ. -αιμία. [< γαλλ. pyhémie, αγγλ. pyæmia]

-αιμία

-αιμία: επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν ασθένειες του αίματος: αν~/βακτηρ~/γλυκ~/λευχ~/σηψ~.|| Καθαρο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.