Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυκνοδομημένος , η, ο πυ-κνο-δο-μη-μέ-νος επίθ.: που έχει πυκνή δόμηση: ~η: γειτονιά/περιοχή/πόλη. Βλ. αδόμητος. ΑΝΤ. αραιοδομημένος

αδόμητος

αδόμητος, η, ο [ἀδόμητος] α-δό-μη-τος επίθ. 1. που δεν έχει οικοδομηθεί, χτιστεί: ~ος: χώρος. ~η: έκταση. ~ο: οικόπεδο (= άκτιστο). ΑΝΤ. δομημένος (2) 2. που δεν έχει δομή, συγκρότηση, συνοχή: ~ος: λόγος (= ασυγκρότητος). ~ο: κείμενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~η: πληροφορία. ~α: δίκτυα. [< 2: αγγλ. unstructured]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.