Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυκνωτικός , ή, ό πυ-κνω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την πύκνωση ή τον πυκνωτή: ~ό: μέσο (: αραβικό κόµµι. Πβ. πηκτικός).|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ή: κάψα/οθόνη αφής. ~ά: μικρόφωνα. [< μτγν. πυκνωτικός, αγγλ. condenser]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.