Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυλωρός πυ-λω-ρός ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. το κατώτατο, τελευταίο τμήμα του στομάχου που οδηγεί στο δωδεκαδάκτυλο, το οποίο εμποδίζει την παλινδρόμηση ουσιών από το έντερο στο στομάχι και την είσοδο τροφής που δεν μπορεί να χωνευτεί στο λεπτό έντερο: ελικοβακτηρίδιο του ~ού. [< μτγν. πυλωρός, γαλλ. pylore, αγγλ. pylorus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.