Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυραυλοκίνητος , η, ο πυ-ραυ-λο-κί-νη-τος επίθ.: που προωθείται μέσω πυραύλων: (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ο: αεροπλάνο. Βλ. -κίνητος.|| (μτφ.-προφ., για παίκτη πολύ γρήγορο) ~ος: μπασκετμπολίστας/ποδοσφαιριστής (πβ. αστραπή, βολίδα, σφαίρα). [< αγγλ. rocket-propelled]

-κίνητος

-κίνητος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.