Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυρετικός , ή, ό πυ-ρε-τι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον πυρετό: ~οί: σπασμοί. Βλ. αντι~, α-, εμ-πύρετος. 2. (σπάν.-μτφ.) έντονος: ~οί: ρυθμοί εργασίας. ● επίρρ.: πυρετικά (μτφ.): Δούλευε ~ (= πυρετωδώς). [< 1: μτγν. πυρετικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.