Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυροβολισμός πυ-ρο-βο-λι-σμός ουσ. (αρσ.): βολή πυροβόλου όπλου· συνεκδ. ο αντίστοιχος ήχος: εκφοβιστικός/θανάσιμος/προειδοποιητικός ~ εναντίον/κατά κάποιου. ~ ακινητοποίησης/εξουδετέρωσης. Επίθεση με ~ούς. Οι αστυνομικοί ανταπέδωσαν τους/δέχτηκαν ~ούς. Έριξαν ~ούς στον αέρα. Έπεσαν ~οί.|| Ακούστηκε ~. Πβ. τουφεκιά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. πιστολιά ● ΦΡ.: σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών βλ. ανταλλαγή [< γαλλ. coup de feu]

ανταλλαγή

ανταλλαγή [ἀνταλλαγή] α-νταλ-λα-γή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω: ~ δώρων/επισκέψεων/επιστολών/νομισμάτων/οικοπέδων. ~ βαρύτατων κατηγοριών/ευχών/ύβρεων/φιλοφρονήσεων (πβ. ανταπόδοση). Ελεύθερη ~ απόψεων/γνώσεων/εμπειριών/ιδεών. Δυνατότητα/σύστημα ~ής (πληροφοριών). Καθεστώς (εμπορικών) ~ών.|| ~ τεχνολογίας μεταξύ εταιρειών. Πρόγραμμα ~ής μαθητών/φοιτητών μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακαδημαϊκές/πολιτιστικές ~ές. ~ές εκπαιδευτικών/επιστημόνων. Στο πλαίσιο μορφωτικών ~ών ...|| (ΦΥΣ.) ~ θερμότητας με το περιβάλλον.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων (μεταξύ συστημάτων). ● ΣΥΜΠΛ.: ανταλλαγή αιχμαλώτων: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) απελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές., ανταλλαγή εδαφών: ΝΟΜ. αμοιβαία παραχώρηση χερσαίων ή/και θαλάσσιων περιοχών ανάμεσα σε εμπόλεμα γειτονικά κράτη στα πλαίσια διεθνούς συμφωνίας., ανταλλαγή πληθυσμών (παλαιότ.): ΝΟΜ. συμφωνία μεταξύ όμορων εμπόλεμων κρατών περί αμοιβαίας μετανάστευσης των μειονοτήτων τους και εγκατάστασής τους σε αυτό από το οποίο κατάγονται: βίαιη/υποχρεωτική ~ ~. Βλ. απέλαση, εκπατρισμός. ● ΦΡ.: σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών: κατά τη διάρκεια ανταπόδοσης πυροβολισμών: νεκρός ~ ~. Έχασε τη ζωή του/σκοτώθηκε ~ ~. [< μτγν. ἀνταλλαγή, γαλλ. échange, αγγλ. exchange]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.