Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


πυριγενής

πυριγενής, ής, ές πυ-ρι-γε-νής επίθ. & πυρογενής (λόγ.): που δημιουργήθηκε, σχηματίστηκε από φωτιά. Βλ. -γενής. ● ΣΥΜΠΛ.: πυριγενή/εκρηξιγενή/μαγματικά πετρώματα βλ. πέτρωμα1 [< αρχ. πυριγενής, γαλλ. pyrigène]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.