Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυροδοτώ [πυροδοτῶ] πυ-ρο-δο-τώ ρ. (μτβ.) {πυροδοτ-εί ... | πυροδότ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} 1. ενεργοποιώ εκρηκτική συσκευή: Η βόμβα ~ήθηκε με τηλεχειριστήριο. 2. (μτφ.) δημιουργώ ένταση, αναστάτωση· προκαλώ: Η κρίση ~εί αντιπαραθέσεις/συγκρούσεις. Πβ. πυρπολώ.|| Η αλλεργία ~είται από τους ρύπους της ατμόσφαιρας. ~ούνται εξελίξεις. || ~εί: το ενδιαφέρον. 3. ΑΕΡΟΝ. προκαλώ πυροδότηση πυραύλου. Βλ. -δοτώ. [< 1: γαλλ. mettre le feu à]

-δοτώ

-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.