πυροσβεστικός , ή, ό πυ-ρο-σβε-στι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πυρόσβεση: ~ός: αφρός/εξοπλισμός/κρουνός (πβ. υδροστόμιο)/σωλήνας. ~ή: αντλία/κλίμακα/μάνικα. ~ό: αεροσκάφος (βλ. καναντέρ)/ελικόπτερο (βλ. σούπερ πούμα)/κλιμάκιο/προσωπικό/συγκρότημα. ~ές: δυνάμεις. ~ά: είδη (βλ. πυροσβεστήρας)/μέσα/πλοιάρια/συνεργεία/συστήματα. ~ Σταθμός. ~ή Ακαδημία. Το ~ό έργο των εθελοντών. Πβ. κατασβεστικός.2. (μτφ.) που έχει ως στόχο να καταλαγιάσει τις εντάσεις, τις αντιπαραθέσεις: ~ός: ρόλος. ~ή: παρέμβαση (σε διαμάχη). ~ά: μέτρα. ΣΥΝ. κατευναστικός ● επίρρ.: πυροσβεστικά: στη σημ. 2: Η πρωτοβουλία του λειτούργησε ~. Επενέβη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Πυροσβεστική Υπηρεσία/Πυροσβεστικό Σώμα (ακρ. ΠΥ/ΠΣ) & (προφ.) Πυροσβεστική: Σώμα Ασφαλείας με αποστολή την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, του δασικού πλούτου και του φυσικού περιβάλλοντος από πυρκαγιές, θεομηνίες και άλλες καταστροφές: ο (Υπ)Αρχηγός/οι Υπηρεσίες του ~ού ~ατος.|| Η ~ ~ δέχτηκε πολλές κλήσεις για άντληση υδάτων από πλημμυρισμένα υπόγεια. Κάλεσαν την ~ για να σβήσει τη φωτιά/να τους απεγκλωβίσει. Βλ. δασοπυρόσβεση, πυροπροστασία. [< αγγλ. Fire Brigade/Service, γερμ. Feuerwehr] , πυροσβεστικό όχημα & (προφ.) πυροσβεστικό: ειδικό όχημα του Πυροσβεστικού Σώματος που χρησιμοποιείται κυρ. για την κατάσβεση φωτιάς ή πυρκαγιάς. Βλ. κλιμακο-, υδρο-φόρος., πυροσβεστική φωλιά βλ. φωλιά [< 1: γαλλ. de pompier]
φωλιά φω-λιά ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) φωλεά 1. χώρος ή κατασκευή όπου γεννούν τα ζώα, ιδ. τα πτηνά, και προστατεύονται τόσο τα ίδια όσο και τα νεογνά τους: εξωτερική/πλαστική/τεχνητή/υπόγεια ~. ~ιές των μυρμηγκιών (= μυρμηγκοφωλιές)/χελιδονιών (= χελιδονοφωλιές). Προστασία των ~ιών από τη θήρευση. Τα πουλιά κάνουν/φτιάχνουν/χτίζουν τη ~ τους. Βλ. μονιά.2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει παρόμοιο σχήμα: μεταλλική ~ (ηχείων).|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ιές με γέμιση/πατάτας. ~ιές από κανταΐφι. Σαλάτα σε ~ παρμεζάνας.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ πολυβόλων (: οχυρωμένος χώρος όπου τοποθετείται πολυβόλο).3. (μτφ.) χώρος συγκέντρωσης, προστασίας, συνήθ. πολλών ανθρώπων: ζεστή/οικογενειακή/παιδική ~. Πβ. καταφύγιο.|| ~ τρομοκρατών. Πβ. άντρο, κρησφύγετο, λημέρι.|| Τη δική του ~ απέκτησε ο πολιτιστικός σύλλογος. Πβ. στέγη.4. ΟΙΚΟΔ. εσοχή, συνήθ. τοίχου ή εργαλείου: ~ άξονα. Ανοίγω ~ιές για στήριξη δοκών.5. ΤΕΧΝΟΛ. είδος υποδοχής για τη συγκράτηση ενός εξαρτήματος: ~ ντίζας. ● Υποκ.: φωλίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτική φωλιά: μυστικός χώρος, συνήθ. σπίτι, συνάντησης και κυρ. συνεύρεσης εραστών: κρυφή ~ ~. [< γαλλ. nid d'amour, love nest, 1919] , πυροσβεστική φωλιά: μεταλλικό κιβώτιο, συνήθ. κόκκινου χρώματος, που περιέχει μέσα πυρόσβεσης και τοποθετείται σε κτίρια ή υπαίθριους χώρους σε καθορισμένα σημεία για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης φωτιάς., σύνδρομο της άδειας φωλιάς: ΨΥΧΟΛ. αίσθημα κατάθλιψης, απογοήτευσης και μοναξιάς που νιώθουν ορισμένοι γονείς, όταν τα παιδιά τους μεγαλώνουν και φεύγουν από το πατρικό σπίτι. [< αγγλ. empty-nest syndrome, 1965] ● ΦΡ.: έχει λερωμένη/χεσμένη τη φωλιά του (προφ.): για κάποιον που έχει κάνει κάτι μεμπτό, άξιο επίκρισης. [< αρχ. φωλεά, γαλλ. nid, αγγλ. nest]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.