Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυροσωλήνας πυ-ρο-σω-λή-νας ουσ. (αρσ.): ΣΤΡΑΤ. ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται κυρ. από το Πυροβολικό για την πυροδότηση εκρηκτικών βλημάτων. Βλ. μπαζούκα(ς).

μπαζούκα(ς)

μπαζούκα(ς) μπα-ζού-κα(ς) ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΣΤΡΑΤ. ελαφρύ φορητό αντιαρματικό όπλο που εκτοξεύει αυτοπροωθούμενα βλήματα: αυτοσχέδιο ~. Ρουκέτες από ~. Βλ. πυροσωλήνας. [< αμερικ. bazooka, 1942]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.