Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυροτέχνημα πυ-ρο-τέ-χνη-μα ουσ. (ουδ.) {πυροτεχνήμ-ατα} 1. {συνήθ. στον πληθ.} κατασκεύασμα από εύφλεκτες χημικές ύλες που εκτοξεύεται ψηλά και εκρήγνυται στον αέρα, κυρ. σε εορταστικές εκδηλώσεις, δημιουργώντας φαντασμαγορικές λάμψεις και σχέδια: πολύχρωμα ~ατα. ~ατα εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Έκρηξη/πανδαισία ~άτων. Ακρωτηριασμοί/εγκαύματα από ~ατα. Έσκαγαν ~ατα. Άναψαν/έριξαν ~ατα. Ο ουρανός φωτίστηκε από τα ~ατα. Γιόρτασαν την επέτειο με ~ατα. Βλ. βαρελότο, κροτίδα, φωτοβολίδα.|| (μτφ.-προφ.) Το μίξερ/η τηλεόραση έγινε ~ (= εξερράγη, κάηκε). Βλ. -τέχνημα. ΣΥΝ. βεγγαλικό 2. (μτφ.) οτιδήποτε λέγεται ή γίνεται για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά συνήθ. δεν έχει διάρκεια: αερολογίες και λεκτικά/φραστικά ~ατα (βλ. φληναφήματα). Πρωτοβουλία που αποδείχτηκε πολιτικό/προεκλογικό ~. Πέταξε ένα επικοινωνιακό ~. Η επιτυχία του ήταν ουσιαστική, δεν ήταν ένα απλό ~. [< γαλλ. feu d'artifice]

βαρελότο

βαρελότο βα-ρε-λό-το ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: μικρή ποσότητα εκρηκτικού, τυλιγμένη σε χαρτί που εκτοξεύεται και εκρήγνυται, παράγοντας δυνατό κρότο και ζωηρή λάμψη· χρησιμοποιείται κυρ. σε γιορτές ή εκδηλώσεις που γίνονται σε ανοιχτό χώρο: αυτοσχέδιο ~. Τραυματισμοί από ~α. Έσκασαν ~α. Έριξαν/πέταξαν ~α. Πβ. κροτίδα, στρακαστρούκα. Βλ. βεγγαλικό, πυροτέχνημα, φωτοβολίδα. [< ιταλ. barilotto]

-τέχνημα

-τέχνημα (λόγ.) β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε 1. συγκεκριμένο δημιούργημα: καλλι~/λογο~/χειρο~.|| (ως χαρακτηρισμοί έργων) Αριστο~ (βλ. -ούργημα)/κομψο~. 2. ειδική κατασκευή: πυρο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.