πυροτέχνημα πυ-ρο-τέ-χνη-μα ουσ. (ουδ.) {πυροτεχνήμ-ατα} 1. {συνήθ. στον πληθ.} κατασκεύασμα από εύφλεκτες χημικές ύλες που εκτοξεύεται ψηλά και εκρήγνυται στον αέρα, κυρ. σε εορταστικές εκδηλώσεις, δημιουργώντας φαντασμαγορικές λάμψεις και σχέδια: πολύχρωμα ~ατα. ~ατα εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Έκρηξη/πανδαισία ~άτων. Ακρωτηριασμοί/εγκαύματα από ~ατα. Έσκαγαν ~ατα. Άναψαν/έριξαν ~ατα. Ο ουρανός φωτίστηκε από τα ~ατα. Γιόρτασαν την επέτειο με ~ατα. Βλ. βαρελότο, κροτίδα, φωτοβολίδα.|| (μτφ.-προφ.) Το μίξερ/η τηλεόραση έγινε ~ (= εξερράγη, κάηκε). Βλ. -τέχνημα. ΣΥΝ. βεγγαλικό 2. (μτφ.) οτιδήποτε λέγεται ή γίνεται για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά συνήθ. δεν έχει διάρκεια: αερολογίες και λεκτικά/φραστικά ~ατα (βλ. φληναφήματα). Πρωτοβουλία που αποδείχτηκε πολιτικό/προεκλογικό ~. Πέταξε ένα επικοινωνιακό ~. Η επιτυχία του ήταν ουσιαστική, δεν ήταν ένα απλό ~. [< γαλλ. feu d'artifice]
βαρελότο
βαρελότο βα-ρε-λό-το ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: μικρή ποσότητα εκρηκτικού, τυλιγμένη σε χαρτί που εκτοξεύεται και εκρήγνυται, παράγοντας δυνατό κρότο και ζωηρή λάμψη· χρησιμοποιείται κυρ. σε γιορτές ή εκδηλώσεις που γίνονται σε ανοιχτό χώρο: αυτοσχέδιο ~. Τραυματισμοί από ~α. Έσκασαν ~α. Έριξαν/πέταξαν ~α. Πβ. κροτίδα, στρακαστρούκα. Βλ. βεγγαλικό, πυροτέχνημα, φωτοβολίδα. [< ιταλ. barilotto]
-τέχνημα
-τέχνημα (λόγ.) β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε 1. συγκεκριμένο δημιούργημα: καλλι~/λογο~/χειρο~.|| (ως χαρακτηρισμοί έργων) Αριστο~ (βλ. -ούργημα)/κομψο~.2. ειδική κατασκευή: πυρο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.