Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυροτεχνικός , ή, ό πυ-ρο-τε-χνι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κατασκευή πυροτεχνημάτων και γενικότ. με μηχανισμούς που προκαλούν εκρήξεις: ~ός: εξοπλισμός. ~ό: υλικό. Παιδικά ~ά αθύρματα. [< γαλλ. pyrotechnique, αγγλ. pyrotechnic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.