Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυροτεχνουργός πυ-ρο-τε-χνουρ-γός ουσ. (αρσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. τεχνικός του Στρατού ή της Αστυνομίας με ειδίκευση στην ανίχνευση και εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών: κλιμάκιο ~ών. 2. τεχνίτης που ειδικεύεται στην παραγωγή και συντήρηση πυροτεχνημάτων ή/και εκρηκτικών μηχανισμών. Βλ. -ουργός1. [< γαλλ. pyrotechnicien, αγγλ. pyrotechnist]

-ουργός1

-ουργός1: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε ειδικό τεχνίτη ή καλλιεργητή: ταπητ~/υφαντ~. Σιδηρ~.|| Aμπελ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.