Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πυόρροια πυ-όρ-ροι-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εκροή πύου σε υψηλή ποσότητα, συνήθ. από τα ούλα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση χρόνιας περιοδοντίτιδας. Βλ. -ρροια. [< μτγν. πυόρροια, γαλλ. pyorrhée, αγγλ. pyorrhea]

-ρροια

-ρροια (λόγ.): επίθημα ιατρικών όρων θηλυκού γένους με αναφορά σε παθολογική συνήθ. έκκριση υγρού: δακρύ~/πυό~/σιελό~.|| Eμμηνό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.