Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πόνος πό-νος ουσ. (αρσ.) 1. οδυνηρό αίσθημα που προκαλείται συνήθ. από χτύπημα, τραυματισμό ή άλλη σωματική ή οργανική βλάβη: σωματικός ~. Ανυπόφορος/αφόρητος/έντονος/επαναλαμβανόμενος/επίμονος/ισχυρός/ξαφνικός/παροδικός/συνεχής/τρομερός ~. Οξύς/χρόνιος ~. ~ στο δόντι (= πονόδοντος)/στο κεφάλι (= πονοκέφαλος). ~ των νεύρων (= νευρόπονος). Το κατώφλι/ο ουδός του ~ου. Αντιμετώπιση του ~ου. Μυϊκοί (= μυαλγίες)/ρευματικοί ~οι. ~οι αρθρώσεων (= αρθραλγίες)/περιόδου. Τον έπιασε (ένας) ~ στη μέση (βλ. οσφυαλγία). Αισθάνεται/έχει/νιώθει ~ο στην κοιλιά (= κοιλό-, στομαχό-πονο). Δεν αντέχει (σ)τον ~ο. Οι ~οι εντοπίζονται ... (: σημείο του ~ου). Πάσχει/υποφέρει από δυνατούς ~ους. Βογγάει/ουρλιάζει/σφαδάζει από τους ~ους. Φάρμακο που αμβλύνει/ανακουφίζει/απαλύνει/καταπραΰνει/κατευνάζει/μαλακώνει/μειώνει/σταματά τον ~ο/τους ~ους (: παυσίπονο). Βλ. -αλγία, -πονος1.|| Επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο ~ο (: ψευτογιατροί). ΣΥΝ. άλγος 2. μεγάλη θλίψη, λύπη, στενοχώρια: αβάσταχτος/ανείπωτος/εσωτερικός/σιωπηλός/ψυχικός ~. Ο ~ της αγάπης/της απόρριψης/της απώλειας (= οδύνη)/του χωρισμού. Τον κυρίευσε ο ~. Μοιράζομαι τον ~ο μου με κάποιον. Δεν έχω πού να πω τον ~ο μου. Εξέφρασε τον ~ο του. Έχω τον ~ο μου και συ μου φωνάζεις. Αδιαφορώ για τον/συμμετέχω στον/συμπαραστέκομαι (: δείχνω συμπόνια) στον ~ο του άλλου.|| Ζωή γεμάτη ~ο/δάκρυα/πίκρες και ~ους (= βάσανα, ταλαιπωρίες). ΣΥΝ. καημός (1) ● πόνοι (οι) (προφ.): ωδίνες: Την έπιασαν οι ~. ● Υποκ.: πονάκι (το): στη σημ. 1: Με το παραμικρό ~ αρχίζει την γκρίνια. ● ΣΥΜΠΛ.: ιατρείο πόνου βλ. ιατρείο, κρεβάτι του πόνου βλ. κρεβάτι ● ΦΡ.: καθένας με τον πόνο του (προφ.-συχνά ειρων.): ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του έγνοιες: Ο ένας θέλει αύξηση κι ο άλλος προαγωγή, ~ ~., με πόνο ψυχής: με βαθύτατη λύπη: ~ ~ αναγκάστηκα να ..., παίρνω (κάτι) επί πόνου (λόγ.): αποδίδω υπερβολική σημασία σε κάτι: Το πήρε (πολύ) ~ ~ το θέμα. Πβ. το πήρε κατάκαρδα., πνίγω τον πόνο μου (προφ.): προσπαθώ να τον ξεχάσω μέσα από κάτι: ~ει ~ του στη δουλειά/στο ποτό., τον παίρνει/πιάνει (ο) πόνος για κάτι/κάποιον (προφ.-ειρων.): δείχνει υποκριτικό ενδιαφέρον: Ξαφνικά/πολύ αργά/τώρα τους έπιασε/πήρε ο ~ για τους ανέργους/το περιβάλλον., μπρος στα κάλλη τι είν'/'ν' ο πόνος βλ. κάλλος, ξένος πόνος, ξένα δάκρυα βλ. ξένος, παίζεις με τον πόνο μου βλ. παίζω [< αρχ. πόνος]

-αλγία

-αλγία: (κυρ. στην ιατρ. ορολογία) λεξικό επίθημα που δηλώνει πόνο σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος: αυχεν~, ισχι~/καυσ~/κεφαλ~/μυ~/νευρ~/οσφυ~.

ιατρείο

ιατρείο [ἰατρεῖο] ι-α-τρεί-ο ουσ. (ουδ.): χώρος εξοπλισμένος με τα απαραίτητα εργαλεία ή/και μηχανήματα, προκειμένου να δέχεται ο γιατρός τους ασθενείς για εξέταση, διάγνωση αρρώστιας ή/και θεραπεία: κινητό/κοινοτικό/παθολογικό/πνευμονολογικό ~. Διατηρεί ~ στο ... Επίσκεψη στο ~. ~ διακοπής καπνίσματος. Δημοτικά ~α. Περιφερειακά/πολυδύναμα ~α. Βλ. οδοντ~, πολυϊατρείο, ψυχ~.|| ~ Μικρών Ζώων. Πβ. κτην~. ● ΣΥΜΠΛ.: εξωτερικά ιατρεία: σε κλινικές και νοσοκομεία, για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, χωρίς υποχρεωτική εισαγωγή του ασθενή σε αυτά., ιατρείο πόνου: τμήμα του χειρουργικού ή αναισθησιολογικού τομέα νοσοκομείου που έχει ως στόχο την ανακούφιση των ασθενών από τον oξύ και χρόνιο συνήθ. καρκινικό πόνο, παρέχοντας συμβουλές, φαρμακευτική αγωγή και νοσηλευτική φροντίδα. Βλ. παρηγορητική ιατρική. [< αγγλ. pain clinic] , άγονο αγροτικό (ιατρείο) βλ. αγροτικός ● ΦΡ.: έχω/κάνω ιατρείο: (για γιατρό) δέχομαι ασθενείς σε ιδιωτικό ιατρείο. [< αρχ. ἰατρεῖον]

κάλλος

κάλλος κάλ-λος ουσ. (ουδ.) {κάλλ-ους | -η} (λόγ.): ομορφιά: ανδρικό/απαράμιλλο/γυναικείο/πνευματικό/σωματικό/ψυχικό (πβ. αρετή) ~. Το ~ της φύσης (= φυσικό ~). Περιοχές/τοπία ιδιαίτερου ~ους. Πβ. ωραιότητα. Βλ. φιλοκαλία. ΣΥΝ. καλλονή (2) ΑΝΤ. ασχήμια (1) ● κάλλη (τα): σωματική ομορφιά, θέλγητρα: ασύγκριτα/πλούσια ~. Σαγηνεύει με τα ~ της. Επιδείκνυαν τα ~ τους στην παραλία. Γοητεύτηκε/θαμπώθηκε/μαγεύτηκε από τα ~ της. ● ΦΡ.: απείρου κάλλους 1. (ειρων.) για κωμικοτραγική κατάσταση: Διαδραματίστηκαν/εκτυλίχτηκαν σκηνές ~ ~. 2. απίστευτης ομορφιάς: ακρογιαλιές ~ ~. Βλ. απειρόκαλος., μπρος στα κάλλη τι είν'/'ν' ο πόνος (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο πόνος και οι ταλαιπωρίες δεν πτοούν κάποιον που θέλει να βελτιώσει την εξωτερική του εμφάνιση., τα πάχη μου τα κάλλη μου! βλ. πάχος [< αρχ. κάλλος]

κρεβάτι

κρεβάτι κρε-βά-τι ουσ. (ουδ.) {κρεβατ-ιού | -ιών} 1. έπιπλο με στρώμα, πάνω στο οποίο κοιμάται ή ξεκουράζεται κάποιος: ανατομικό/διπλό/μεταλλικό/μονό/νυφικό (βλ. παστάδα)/ξύλινο/παιδικό/πτυσσόμενο/χαμηλό/ψηλό ~. ~ εκστρατείας (= ράντζο)/μωρού (βλ. κούνια). ~ με κουνουπιέρα/ουρανό. Καναπές-~. ~ κουκέτα. Ντιβάνι/πολυθρόνα που γίνεται ~. Κάλυμμα/κουβέρτα ~ιού. Το κεφαλάρι/τα πόδια του ~ιού. Τελάρα ~ιών. Παραμονή στο ~ (για ασθενή). Ανακάθισε/ξάπλωσε στο ~. Να στρώσεις/φτιάξεις το ~ σου (: τα σεντόνια και σκεπάσματα). Έβαλε τα παιδιά στο ~ (: τα κοίμισε). Γρήγορα στο ~ (= για ύπνο)!|| (κυρ. για ιατρική χρήση) Εξεταστικό/ηλεκτρικό/πολύσπαστο/χειρουργικό ~. 2. κλίνη· κατ' επέκτ. δωμάτιο νοσοκομείου ή ξενοδοχείου: ~ νοσηλείας. Ψάχνουν για ~ στην εντατική.|| Ο ξενώνας διαθέτει σαράντα ~ια. 3. (προφ.) σεξουαλική πράξη. Πβ. πήδημα, σεξ, συνουσία. 4. έθιμο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο οι καλεσμένοι των μελλονύμφων αφήνουν χρήματα στο νυφικό κρεβάτι. ● Υποκ.: κρεβατάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κρεβάτι του πόνου: για ασθενή που υποφέρει, συνήθ. από σοβαρό πρόβλημα υγείας: Βρίσκεται καθηλωμένη στο ~ ~., κλίνη/κρεβάτι του Προκρούστη βλ. Προκρούστης ● ΦΡ.: είμαι/μένω στο κρεβάτι: είμαι άρρωστος, κλινήρης., πέφτω στο κρεβάτι 1. ξαπλώνω σε αυτό ή πάω για ύπνο. Πβ. κοιμάμαι. 2. αρρωσταίνω: Έπεσε ~ ~ με ίωση., ρίχνω στο κρεβάτι (προφ.) ΣΥΝ. κρεβατώνω 1. {στο γ' πρόσ.} για αρρώστια που καταπονεί τον οργανισμό: Η γρίπη την έριξε ~ ~ με πυρετό. 2. (συνήθ. για άντρα) καταφέρνω κάποιον να κάνει έρωτα μαζί μου., σηκώνομαι από το κρεβάτι 1. ξυπνώ: Σηκώθηκε ~ νωρίς/με πονοκέφαλο. 2. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι., (κάνει) σαν τη χήρα στο κρεβάτι βλ. χήρα, δώσε θάρρος στον/του χωριάτη, να σ' ανέβει/και θ' ανέβει στο κρεβάτι βλ. χωριάτης, χωριάτισσα [< μεσν. κρεβάτι(ον)]

ξένος

ξένος, η, ο ξέ-νος επίθ. 1. που ανήκει σε ή σχετίζεται με άλλον, που δεν είναι δικός μου: ~ο: αυτοκίνητο/οικόπεδο/πράγμα/ρούχο/σπίτι. ~α: χρήματα. Πήρα κατά λάθος μία ~η βαλίτσα. Πβ. αλλότριος. ΑΝΤ. ίδιος1 (1) 2. που έχει καταγωγή ή προέλευση από άλλη χώρα σε σχέση με αυτή στην οποία βρίσκεται: ~ος: ανταποκριτής/επενδυτής/εργάτης/καλλιτέχνης/συγγραφέας/τραγουδιστής/φοιτητής. ~η: αποστολή.|| ~ος: πολιτισμός. ~η: βιβλιογραφία/γλώσσα/εφημερίδα/κουζίνα/λογοτεχνία (πβ. ξενόγλωσσος)/μουσική/παρέμβαση/προφορά/(τηλεοπτική) σειρά/τράπεζα/υπηκοότητα/χώρα. ~ο: διαβατήριο/έδαφος/κεφάλαιο/κράτος/νόμισμα/πανεπιστήμιο/συγκρότημα/συνάλλαγμα/σχολείο/χρηματιστήριο. ~ες: δυνάμεις (: τα ~α ισχυρά κράτη)/συνήθειες (πβ. ξενικός, ξενόφερτος). ~α: έθιμα/ήθη/χώματα (= η ξενιτιά). Τι γράφει για το θέμα ο ~ Τύπος; Ψηφίστηκε (ως) η καλύτερη ~η ταινία της χρονιάς. ΑΝΤ. αυτόχθων (1), εγχώριος, ημεδαπός, ντόπιος (1) 3. που δεν έχει συγγένεια, φιλία ή άλλη προσωπική, κοινωνική ή συναισθηματική σχέση με κάποιον· που δεν είναι οικείος, γνώριμος ή είναι άσχετος, ασύνδετος: Αισθάνομαι/νιώθω (σαν) ~. Μη φωνάζεις μπροστά σε ~ο κόσμο.|| ~η: υπόθεση. ~ο: πρόβλημα/πρόσωπο. ~ες: έγνοιες. Είμαι ~ με/προς κάτι. Αυτό που λες μου είναι τελείως ~ο (: μου είναι άγνωστο ή αδιάφορο). ● Ουσ.: ξένος, ξένη (ο/η): πρόσωπο που κατάγεται από διαφορετικό μέρος από αυτό στο οποίο βρίσκεται: εξυπηρέτηση/υποδοχή (των) ~ων (: επισκεπτών, καλεσμένων). Η χώρα μας το καλοκαίρι γεμίζει ~ους (: τουρίστες). Πβ. αλλο-δαπός, -εθνής.|| Μπήκε ένας ~ (= τρίτος) ανάμεσά μας. Είναι ντροπαλή μπροστά σε ~ους (= αγνώστους). ΑΝΤ. γνώριμος, γνώριμη ● ΣΥΜΠΛ.: ξένη γη: ξενιτιά: Ζει/πέθανε σε ~ ~. Πβ. ξένα (τα)., ξένο σώμα 1. (μτφ.) για πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται σε ένα σύνολο χωρίς να ανήκει, να έχει ενταχθεί σε αυτό ή αφομοιωθεί από αυτό: Είναι ~ ~ στο κόμμα/στην ομάδα. 2. οτιδήποτε έχει μπει ή σχηματιστεί σε έναν ζωντανό οργανισμό μέσω φυσικής οδού ή τραύματος: ~ ~ στον λαιμό/στο μάτι/στο στόμα. Aπόφραξη αεραγωγού από ~ ~. Ο οργανισμός απέρριψε το μόσχευμα ως ~ ~., ξένος δάκτυλος βλ. δάκτυλος, ο ξένος παράγοντας βλ. παράγοντας, φθορά ξένης περιουσίας/ιδιοκτησίας βλ. φθορά ● ΦΡ.: ξένος πόνος, ξένα δάκρυα: όταν η στενοχώρια του άλλου δεν μας αγγίζει., δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα βλ. αχυρώνας, μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια βλ. χωράφι, σε ξένα χέρια βλ. χέρι ● βλ. ξένα [< αρχ. ξένος, γαλλ. étranger, αγγλ. foreigner]

παίζω

παίζω παί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έπαι-ξα, παί-ξει, παί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -χτεί (λόγ.) -χθεί, παίζ-οντας, -όμενος, παι-γμένος} 1. επιδίδομαι σε κάτι που με διασκεδάζει, με ψυχαγωγεί ή σε συγκεκριμένο παιχνίδι, συνήθ. με σκοπό τη νίκη· ειδικότ. παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι: ~ με τις κούκλες/τους φίλους μου/τα χρώματα. Τα παιδιά ~ουν στον δρόμο. ~ και μαθαίνω. Πβ. παιχνιδίζει.|| ~ ποδόσφαιρο/σκάκι. ~ει ηλεκτρονικά/ονλάιν παιχνίδια. Τι ~ετε; ~ουμε κρυφτό/κυνηγητό/μήλα/μπιλιάρδο/παντομίμα/ρακέτες. ~εις! (: είναι η σειρά σου να ~ξεις). ~ουν τα λευκά/τα μαύρα (ενν. ο παίχτης με τα αντίστοιχα πιόνια στο σκάκι). Παίξαμε τρεις παρτίδες τάβλι. Η ζαριά δεν μπορεί να ~χτεί. Πώς ~εται το μπέιζμπολ (: ποιοι είναι οι κανόνες του); ~χτηκε καλό βόλεϊ και από τις δύο ομάδες. ~εται η παράταση. Δεν ~χθηκαν οι καθυστερήσεις.|| Γιατί δεν με ~ετε (: δεν με δέχεστε στο παιχνίδι, στην παρέα);|| ~ει στον ιππόδρομο/στο καζίνο. ~ λόττο/ρουλέτα/χαρτιά (πβ. χαρτο~). Ούτε πίνει ούτε ~ει (= δεν τζογάρει). 2. συμμετέχω σε ομαδικό άθλημα ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά, αγωνίζομαι: ~ει στην Εθνική/στο μουντομπάσκετ. ~ει βασικός/τραυματισμένος. Σε ποια θέση ~εις; ~ουμε στην έδρα μας/στον τελικό. ~ουμε εναντίον .../φιλικό. ~ουμε για τη νίκη. Έχει ~ξει δίπλα σε μεγάλους παίχτες/σε διάφορες ομάδες. Δεν ~ξε σύμφωνα με τις δυνατότητές του. Παίξανε αμυντικά/έξυπνα/επιθετικά/με έναν παίκτη λιγότερο/μέτρια/νευρικά στο α' ημίχρονο/πειθαρχημένα/σκληρά/χωρίς άγχος/ώριμα. Στην επίθεση ~ξαν καλύτερα. Η ομάδα δεν ~ξε (ενν. καλά). 3. ερμηνεύω, υποδύομαι έναν ρόλο· ανεβάζω έργο στη σκηνή: Τα παιδιά έπαιζαν (= παρίσταναν, προσποιούνταν, υποκρίνονταν) τους μεγάλους.|| (για ηθοποιούς) ~ει (= υποδύεται) τον κακό. ~ουν (με αλφαβητική σειρά): ... ~ξε στον κινηματογράφο/σε κλασικές ταινίες. Έχουν ~ξει μαζί στην τηλεόραση.|| Στο δημοτικό θέατρο ~ει "...". Η παράσταση ~όταν για δύο σεζόν. (προφ.) Τα θέατρα δεν ~ουν τις Δευτέρες (= αργούν). 4. χειρίζομαι επιδέξια, γνωρίζω κάποιο μουσικό όργανο· (για μουσικό) εκτελώ μουσική σύνθεση: ~ βιολί/πιάνο από τα δώδεκα. Γράφει στίχους, μουσική και ~ει κιθάρα. Θα ~ξει ζωντανά. Το λαούτο ~εται με πένα.|| ~ σε συναυλίες/στη φιλαρμονική. Μου αρέσει η μουσική που ~ουν. Θα ~ξουν παλιές τους επιτυχίες. 5. εκθέτω σε κίνδυνο, ρισκάρω: ~εις με τη ζωή/την υγεία σου. Η εταιρεία ~ει το όνομα και τη φήμη της.|| (για κάτι αβέβαιο, που βρίσκεται σε κρίσιμη φάση:) ~εται το μέλλον/η τύχη της οικονομίας/του τόπου/χιλιάδων φοιτητών. ~εται η πρόκριση/το πρωτάθλημα/η πρωτιά. ~ονται μεγάλα συμφέροντα/εκατομμύρια ευρώ. Από εκεί και πέρα όλα ~ονται (: όλα είναι πιθανά). Πβ. διακινδυνεύω, διακυβεύω. 6. ποντάρω, στοιχηματίζω: ~ει χιλιάδες ευρώ στο προπό/ό,τι έχει και δεν έχει/τεράστια ποσά. ~ξα ... ευρώ υπέρ της ... Τα ~ξε όλα στα ζάρια.|| Ποντάρισμα που έχει ~χτεί δεν ακυρώνεται. Σε κάθε γύρο μπορούν να ~χτούν μέχρι τρεις μάρκες. 7. αστειεύομαι, κάνω πλάκα: Εμείς μιλάμε σοβαρά κι εσύ ~εις. Ξέρεις καλά ότι δεν ~ με τέτοια θέματα. Δεν μπορείς να ~ξεις μαζί του. Πβ. κοροϊδεύω. 8. κουνώ, πειράζω κάτι, συχνά από αμηχανία: Έπαιζε με τα γάντια/το κολιέ/τα μαλλιά της. ~ει το κομπολόι του.παίζει 1. λειτουργεί: Το βίντεο/η τηλεόραση δεν ~ (= χάλασε). Το αρχείο δεν ~ κανονικά (ενν. στον υπολογιστή). 2. προβάλλει, μεταδίδει: Τι ~ η τηλεόραση; Η σειρά θα ~χτεί σε περισσότερες από δέκα χώρες. Τι ~εται στις αίθουσες/στο σινεμά αυτή την εβδομάδα; (μτφ.) ~χτηκε το τελευταίο επεισόδιο της σχέσης τους.|| (για το ραδιόφωνο) Ο σταθμός ~ ροκ. Τα τραγούδια του ~ονται ακόμη. Θα ~χτούν δυόμισι λεπτά από το κομμάτι. 3. ακούγεται, ηχεί: Το ραδιόφωνο ~ πολύ δυνατά, χαμήλωσέ το! Έπαιζε η μουσική κι εμείς χορεύαμε. 4. έχει χαλαρώσει και κουνιέται: Η βίδα ~. Οι μπροστινοί τροχοί ~ουν ανησυχητικά. 5. (μτφ.-προφ.) γίνεται, συμβαίνει, συνήθ. παρασκηνιακά: Δεν ξέρω τι ~ με αυτή την υπόθεση. Κάτι ~εται εδώ! ~ονται πολλές κομπίνες. Μάλλον δεν κατάλαβες τι ~χτηκε. ΣΥΝ. τρέχει (1) 6. (νεαν. αργκό) είναι πιθανό: ~ να έρθει αύριο. ~ το εξής σενάριο ... Όλα ~ονται. Πβ. ενδέχεται. 7. (μτφ.-προφ.) βρίσκεται στην επικαιρότητα, ακούγεται: Το θέμα/το όνομά του ~ πολύ τελευταία στα μίντια. 8. (μτφ.-προφ.) κυμαίνεται: Η τιμή πώλησης του πετρελαίου ~ από ... ως ... δολάρια το βαρέλι. ● ΦΡ.: δεν είναι παίξε-γέλασε (προφ.): για να τονιστεί η σοβαρότητα, η σπουδαιότητα μιας κατάστασης: Η ανατροφή ενός παιδιού/η ζωή/η θάλασσα ~ ~., δεν παίζομαι (νεαν. αργκό-εμφατ.): είμαι αξεπέραστος, ασυναγώνιστος σε κάτι: Όταν έχεις κέφια, ~ ~εσαι με τίποτα! Η μαγειρική της ~ ~εται. Στα εντός έδρας ~ ~ονται., δεν παίζω! (προφ.): παραίτηση από συμμετοχή σε παιχνίδι· (κατ' επέκτ.) ήπια έκφραση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης ή ασυμφωνίας: ~ ~! Είσαι ζαβολιάρης!|| Α, ~ ~, δεν έχει φαΐ σήμερα;, έπαιξα κι έχασα (μτφ.): προσπάθησα για κάτι, το διακινδύνευσα, αλλά χωρίς επιτυχία., μου την έπαιξε (αργκό): με εξαπάτησε, με κορόιδεψε: ~ ~ ο παλιάνθρωπος!, όχι, παίζουμε! (προφ.): για έκφραση ικανοποίησης: Μια χαρά τα κατάφερες, ~ ~., παίζει ρόλο & παίζει τον ρόλο του (μτφ.): συνιστά βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση κατάστασης ή αποτελέσματος: Η διατροφή ~ καθοριστικό/καταλυτικό/σημαίνοντα ~ στην υγεία. Η ηλικία δεν ~ κανέναν ~ στον έρωτα. Η τύχη ~ει κι αυτή τον ~ της στις επιχειρήσεις., παίζεις με τον πόνο μου (οικ.): με πειράζεις, με προκαλείς· μου δημιουργείς ψεύτικες ελπίδες: Μην ~ ~ μας! Δεν ντρέπονται να παίζουν ~ των ανθρώπων;, παίζω με τη φωτιά (μτφ.): ριψοκινδυνεύω: Σε προειδοποιώ ότι ~εις ~. Έπαιξε ~ και κάηκε., παίζω ξύλο/μπουνιές/σφαλιάρες (προφ.) 1. έρχομαι στα χέρια, παλεύω με κάποιον: Παραλίγο να παίξουμε ~. 2. (μτφ.) έχω οικειότητα με κάποιον., παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι (παροιμ.): για αργή και βασανιστική εξολόθρευση του πιο αδύναμου σε άνιση αναμέτρηση: Έπαιζε με το θύμα του ~ ~. [< γαλλ. jouer au chat et à la souris /comme un chat avec une souris] , παίζω στο χρηματιστήριο: επενδύω σε μετοχές: Έπαιξε όλες τις οικονομίες του ~., παίζω το παιχνίδι μου (μτφ.-προφ.): ενεργώ με συγκεκριμένο σχέδιο: Ο καθένας ~ει ~ του., παίζω τον ρόλο του ...: συμπεριφέρομαι σαν να είμαι ...: Τους άφησα να τα βρουν μόνοι τους, εγώ δεν ~ ~ του διαιτητή. Βαρέθηκα να ~ ~ του μπαμπούλα., τα παιδία παίζει (λόγ.-ειρων.): για να δηλωθεί έλλειψη σοβαρότητας., τα παίζω (αργκό) 1. σαστίζω, μπλοκάρω, τα χάνω: Τα έχεις παίξει τελείως, χαλάρωσε! Τα έχεις παίξει και δεν ξέρεις τι λες! Τα είχα παίξει από τον φόβο μου. 2. εξαντλούμαι: Τα΄παιξα από τη δίψα/τη ζέστη/την κούραση. Πβ. κρεπάρω. 3. (για μηχάνημα ή μηχανισμό) χαλώ: Τα 'παιξε ο ανεμιστήρας/η τηλεόραση/ο υπολογιστής. ΣΥΝ. καίω φλάντζα, το παίζω (προφ.): προσποιούμαι ότι έχω ορισμένη ιδιότητα, παριστάνω κάποιον: ~ ~ει αδιάφορος/ανεξάρτητος/άνετος/βλάκας/δύσκολος/έξυπνος/μάγκας/σκληρός. (ειρων.) Τι μας ~ ~ει, δηλαδή, ήρωας;, κάνει τον Κινέζο βλ. Κινέζος, Κινέζα, κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα βλ. δεύτερος, παίζει (το) κρυφτούλι/(το) κρυφτό βλ. κρυφτούλι, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει με τα νεύρα μου βλ. νεύρα, παίζει παιχνίδια βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, παίζει το μάτι του βλ. μάτι, παίζει το πουλί του βλ. πουλί, παίζει το τελευταίο του χαρτί βλ. χαρτί, παίζει τον παπά βλ. παπάς, παίζει/πετάει το μάτι μου βλ. μάτι, παίζουμε την κολοκυθιά βλ. κολοκυθιά, παίζω άμυνα βλ. άμυνα, παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον βλ. παιχνίδι, παίζω εν ου παικτοίς βλ. παικτός, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω κάποιον μονότερμα βλ. μονότερμα, παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα βλ. γράμμα, παίζω κάτι στα ζάρια βλ. ζάρι, παίζω κωμωδία βλ. κωμωδία, παίζω με τα αισθήματα κάποιου βλ. αίσθημα, παίζω με τις λέξεις βλ. λέξη, παίζω μονά-ζυγά βλ. μονός, παίζω μπάλα βλ. μπάλα, παίζω στα δάχτυλα βλ. δάχτυλο, παίζω τα ρέστα μου βλ. ρέστα, παίζω το παιχνίδι του βλ. παιχνίδι, παίζω το χαρτί του ... βλ. χαρτί, τα παίζω όλα (για όλα) βλ. όλος, το παίζει ιστορία βλ. ιστορία, το παίζει μούρη βλ. μούρη, το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό βλ. παλαβός, το παίζω υπεράνω βλ. υπεράνω [< αρχ. παίζω, γαλλ. jouer, αγγλ. play]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.