Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πύκνωση πύ-κνω-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) ΣΥΝ. πύκνωμα 1. αύξηση της πυκνότητας ουσίας: σταδιακή ~. Πβ. συμ~.|| (ΙΑΤΡ.) Πνευμονική ~. ΑΝΤ. αραίωση 2. (μτφ.) αύξηση της συχνότητας: ~ των επισκέψεων. ~ του πληθυσμού (πβ. πολλαπλασιασμός). 3. (μτφ.) απόδοση νοήματος με λιγότερα λόγια· περίληψη: ~ του λόγου.|| ~ του κειμένου. [< 1, 2: αρχ. πύκνωσις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.