ρέει [ῥέει] ρέ-ει ρ. (αμτβ.) {έρρεε, έρ(ρ)ευσε, ρεύσει, ρέοντας} 1. (για ρευστό) κινείται προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, κυλά: Η κόλλα/η λάβα/το ρυάκι ~. Το ποτάμι έρρεε ορμητικά. 2. ξεχύνεται, αναβλύζει: Από την πηγή έρρεε δροσερό νερό. Το αίμα ~ ασταμάτητα από την πληγή/στις φλέβες (= κυκλοφορεί). Τα δάκρυά της ρέουν άφθονα. Πβ. τρέχει.|| Το ηλεκτρικό φορτίο/το ρεύμα/το φυσικό αέριο ~. Βλ. διαρ~, κατα~, συρ~.3. (μτφ.) αφθονεί, διατίθεται σε μεγάλες ποσότητες: Το κρασί ~ άφθονο. ~ πακτωλός χρημάτων. Τα κεφάλαια ρέουν (: κατευθύνονται μαζικά) σε επενδύσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα δεδομένα/οι πληροφορίες ρέουν στο διαδίκτυο.4. (μτφ.) (για τον λόγο) εκφράζεται και εκφέρεται με σαφήνεια και ζωντάνια: Η γραφή/η ομιλία του έρεε διαυγής και αβίαστη. ● ΦΡ.: τα πάντα ρει: ΦΙΛΟΣ. (Ηράκλειτος) όλα υπόκεινται σε συνεχή κίνηση και μεταβολή, τίποτα δεν μένει σταθερό. [< 1, 2: αρχ. ῥέω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.