Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]


  • ρήμα [ῥῆμα] ρή-μα ουσ. (ουδ.): ΓΡΑΜΜ. μέρος του λόγου που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση: αλληλοπαθές/ανώμαλο/απρόσωπο/αυτοπαθές/δίπτωτο/ελλειπτικό/μονόπτωτο/ομαλό/συνηρημένο ~. Το αντικείμενο/η (ενεργητική/ μέση/ουδέτερη/παθητική) διάθεση/οι εγκλίσεις/η θέση/η κατάληξη/η (γραμματική) κατηγορία/η κλίση/παράγωγο/τα πρόσωπα/η σημασία/οι συζυγίες/η σύνταξη/(ονοματικός) τύπος/η (ενεργητική/μεσοπαθητική) φωνή/η χρήση/οι χρόνοι (: ενεστώτας, παρατατικός, μέλλοντας, αόριστος, παρακείμενος, υπερσυντέλικος) του ~ατος. Το ποιόν (: ατελές, συνοπτικό, συντελεσμένο) ενεργείας του ~ατος. ~ατα της (αρχαίας/νέας) ελληνικής (γλώσσας). ~ατα (που λήγουν/τελειώνουν) σε -ίζω. Κλίνω ένα ~. Η λέξη συμπόνια παράγεται από το ~ συμπονώ. Δευτερεύουσα πρόταση που προηγείται του ~ατος/ακολουθεί το ~. ● Υποκ.: ρηματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αμετάβατο ρήμα βλ. αμετάβατος, αποθετικό ρήμα βλ. αποθετικός, απολεξικοποιημένο ρήμα βλ. απολεξικοποιημένος, βοηθητικά ρήματα βλ. βοηθητικός, δοξαστικά ρήματα βλ. δοξαστικός, λεκτικά ρήματα βλ. λεκτικός, μεταβατικό ρήμα βλ. μεταβατικός, συμπλήρωμα του ρήματος βλ. συμπλήρωμα, συνδετικό ρήμα βλ. συνδετικός, τριτοπρόσωπα ρήματα βλ. τριτοπρόσωπος, τροπικό ρήμα βλ. τροπικός [< αρχ. ῥῆμα]
  • ρήμαγμα ρή-μαγ-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): καταστροφή, ερήμωση: το ~ της υπαίθρου.
  • ρημάδα ρη-μά-δα επίθ./ουσ. & ρημάδης & ρημαδιασμένος, η, ο (προφ.-επιτατ.): σε φράσεις αγανάκτησης, απογοήτευσης, δυσφορίας, απαξίωσης: Καταπληκτική μπλούζα, αλλά κοστίζει ακριβά η ~.|| (ως επίθ.) Αυτή η ~ η ανάπτυξη/ζωή/τεχνολογία/χώρα. Η ~ (η) αλήθεια πονάει. Άντε να τελειώσει ο ρημάδης (ο) χειμώνας! Πβ. ρημάδι.
  • ρημάδι ρη-μά-δι επίθ./ουσ. (προφ.-εμφατ.) 1. σε φράσεις αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, εκνευρισμού: Κλείσ' το το ~ (: σταμάτα να μιλάς).|| (ως επίθ.) Κόψ' το το ~ το τσιγάρο! Πβ. ρημάδα. 2. ερειπωμένο κτίριο, χάλασμα: Το σπίτι στο χωριό είναι σκέτο ~. Ο πόλεμος άφησε πίσω του ~ια.|| (μτφ.) ~ η ζωή του. Πβ. ερείπιο, συντρίμμια. 3. (σπάν.-μτφ.) άνθρωπος μόνος κι έρημος: Έμεινε/κατάντησε ~. [< μεσν. ρημάδι < ερημάδιν]
  • ρημαδιό ρη-μα-διό ουσ. (ουδ.) (προφ.): χώρος σε κατάσταση διάλυσης, ερήμωσης, καταστροφής: Μπήκαν στο σπίτι και τα έκαναν όλα ~. ~ έγινε το μαγαζί μετά τα επεισόδια. Πβ. ερείπιο, συντρίμμια, χάλασμα.
  • ρημαδο- & ρημαδό- & ρημαδ- (προφ.): α’ συνθετικό ουσιαστικού που προσδίδει αρνητική σημασία στο προσδιοριζόμενο β΄συνθετικό και εκφράζει συνήθ. αγανάκτηση: ~καιρός/~κατάσταση/~λεφτά/~συζήτηση. Θα την κάνουμε ποτέ αυτή τη ~εκδρομή; Πβ. βρομο-, κωλο-, παλιο-.
  • ρημάζω ρη-μά-ζω ρ. (μτβ.) {ρήμα-ξε, ρημά-χτηκε, ρημα-γμένος, ρημάζ-οντας} 1. καταστρέφω, φθείρω: Ο σεισμός ~ξε παλιά σπίτια. Πολλά δάση και καλλιέργειες ~χτηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά. Πβ. αφανίζω.|| (μτφ.) Η ανεργία ~ει τους νέους. Μας ~ει η ακρίβεια. Ο πιτσιρικάς ~ξε όλα τα γλυκά. Πβ. εξαφανίζω, εξοντώνω. 2. ερειπώνομαι: Το χωριό ~ξε (= ερήμωσε). ● ΦΡ.: σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο βλ. ξύλο [< μεσν. ρημάζω]
  • ρηματικός , ή, ό ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με το ρήμα ή προέρχεται από αυτό: ~ός: τύπος. ~ή: ενέργεια. ~ό: επίθετο/θέμα/ουσιαστικό/παράγωγο/σύνολο/σύστημα. ~οί: χρόνοι. Βλ. ονοματικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ρηματική διακοίνωση (διπλωματικός όρ.): ανεπίσημο και ανυπόγραφο διπλωματικό έγγραφο, διατυπωμένο σε τρίτο πρόσωπο: Ο πρεσβευτής απέστειλε/επέδωσε ~ ~ στην κυβέρνηση. Εκδόθηκε ~ ~ από το Υπουργείο Εξωτερικών. Βλ. μεμοράντουμ. [< γαλλ. note verbale] , ρηματική φράση: ΓΛΩΣΣ. αυτή που αποτελείται από το ρήμα, το συμπλήρωμά του, αν υπάρχει, και τους προσδιορισμούς που το συνοδεύουν. Βλ. ονοματική φράση. [< γαλλ. phrase verbale] [< μτγν. ῥηματικός]

αμετάβατος

αμετάβατος, η, ο [ἀμετάβατος] α-με-τά-βα-τος επίθ. 1. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με το αμετάβατο ρήμα: ~η: σύνταξη/χρήση. 2. (σπάν.) που δεν μεταβιβάζεται: ~η: θέση/ιδιότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αμετάβατο ρήμα: ΓΡΑΜΜ. του οποίου η ενέργεια δεν μεταβαίνει σε αντικείμενο: π.χ. εργάζομαι, κοιμάμαι. ΑΝΤ. μεταβατικό ρήμα [< 1: μτγν. ἀμετάβατος]

αποθετικός

αποθετικός, ή, ό [ἀποθετικός] α-πο-θε-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την απόθεση. ● ΣΥΜΠΛ.: αποθετική ζημία: ΝΟΜ. διαφυγόν κέρδος λόγω βλάβης., αποθετικό ρήμα: ΓΡΑΜΜ. που έχει μορφολογία μεσοπαθητικής φωνής (κατάλ. -(ο)μαι) και ενεργητική σημασία: π.χ. έρχομαι, δέχομαι, κοιμάμαι, ονειρεύομαι. [< αρχ. ἀποτίθημι]

απολεξικοποιημένος

απολεξικοποιημένος, η, ο [ἀπολεξικοποιημένος] α-πο-λε-ξι-κο-ποι-η-μέ-νος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: απολεξικοποιημένο ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που συντάσσεται συχνά με ένα ουσιαστικό το οποίο φέρει την κύρια σημασία: π.χ. αισθάνομαι χαρά (= χαίρομαι), ασκώ επιρροή (= επηρεάζω), βάζω την υπογραφή μου (= υπογράφω), δίνω συμβουλή (= συμβουλεύω), έχω τη συνήθεια (= συνηθίζω), κάνω την προσευχή μου (= προσεύχομαι), νιώθω ντροπή (= ντρέπομαι), παίρνω απόφαση (= αποφασίζω). [< αγγλ. delexical(ised) verb]

βοηθητικός

βοηθητικός, ή, ό βο-η-θη-τι-κός επίθ. 1. που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας: ~ός: εξοπλισμός. ~ή: εφαρμογή/τεχνολογία (για άτομα με ειδικές ανάγκες). ~ό: κτίσμα/πρόγραμμα/υλικό. ~ά: εγχειρίδια (= βοηθήματα)/εργαλεία/μέσα/μηχανήματα. Πβ. ενισχυτ-, επικουρ-ικός, υπο~. Βλ. αλληλο~. 2. που έχει δευτερεύοντα, συμπληρωματικό ρόλο: ~ός: δρόμος/κινητήρας (πβ. εφεδρικός). ~ό: γήπεδο (: που προορίζεται για προπονήσεις ομάδας και όχι για διεξαγωγή επίσημων αγώνων)/προσωπικό (= βοηθοί). ~ές: ρόδες (ποδηλάτου). ~ά: μαθήματα (π.χ. φροντιστηριακά, ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη)/τραπέζια. Κύριοι και ~οί χώροι πολυκατοικίας (π.χ. αποθήκη, γκαράζ, βλ. κοινόχρηστος). ΑΝΤ. βασικός (1) ● επίρρ.: βοηθητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: βοηθητικά ρήματα: ΓΡΑΜΜ. τα "έχω" και "είμαι" που χρησιμοποιούνται για τον σχηματισμό των περιφραστικών συντελικών χρόνων: π.χ. έχω/είχα/θα έχω γράψει, έχω/είχα/θα έχω γραφτεί, (θα) είμαι γραμμένος. [< γαλλ. verbes auxiliaires ] , δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη βλ. μνήμη [< αρχ. βοηθητικός, γαλλ. auxiliaire]

δοξαστικός

δοξαστικός, ή, ό δο-ξα-στι-κός επίθ.: που δοξάζει ή δοξολογεί: ~ός: ύμνος. ~ή: δέηση/λειτουργία. Πβ. εγκωμιαστ-, υμνητ-ικός. ● Ουσ.: δοξαστικό (το): ΕΚΚΛΗΣ. τροπάριο που ψάλλεται μετά τους αίνους και πριν από τη δοξολογία και αρχίζει με τον στίχο "Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ": ~ του Εσπερινού. ● ΣΥΜΠΛ.: δοξαστικά ρήματα: ΓΡΑΜΜ. που δηλώνουν άποψη, γνώμη, όπως τα "νομίζω, πιστεύω, φαίνομαι". Βλ. λεκτικά ρήματα. [< μτγν. δοξαστικός]

λεκτικός

λεκτικός, ή, ό λε-κτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τις λέξεις, που γίνεται με τον λόγο ή αναφέρεται σε αυτόν: ~ός: πλούτος/(ΓΛΩΣΣ.) τύπος. ~ό: λάθος (βλ. σαρδάμ)/σήμα (βλ. λογότυπο)/σύνολο (: πρόταση, φράση). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: αναλυτής. Πβ. λεξικός.|| ~ή: αντιπαράθεση (= λογομαχία)/επίθεση (εναντίον κάποιου). ~ό: επεισόδιο. (ΓΛΩΣΣ.) ~ό: εφεύρημα/σχήμα (= σχήμα λόγου). (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ές: δεξιότητες/δυσκολίες (π.χ. τραυλισμός· βλ. μαθησιακές δυσκολίες). Εκδήλωση συναισθημάτων με (μη) ~ό τρόπο/σε (μη) ~ό επίπεδο. Πβ. γλωσσ-, φραστ-ικός. Βλ. μονο~, πολυ~. ● Ουσ.: λεκτικό (το) (λόγ.): τρόπος έκφρασης, ύφος: το ~ ενός άρθρου/μιας επιστολής. ● επίρρ.: λεκτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: λεκτικά ρήματα: ΓΡΑΜΜ. όσα σχετίζονται σημασιολογικά με το "λέω", π.χ. αναγγέλλω, διηγούμαι., λεκτική επικοινωνία: που γίνεται προφορικά ή γραπτά: λεκτική και μη ~ ~ στη σχολική τάξη. Βλ. μιμόγλωσσα, παραγλώσσα., λεκτικές/ρητορικές ακροβασίες βλ. ακροβασία, λεκτική βία βλ. βία [< αρχ. λεκτικός, γαλλ. verbal]

μεμοράντουμ

μεμοράντουμ με-μο-ρά-ντουμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (διπλωματικός όρ.) μνημόνιο. Πβ. διακοίνωση, νότα2, σύμφωνο, υπόμνημα. [< γαλλ. mémorandum, αγγλ. memorandum]

μεταβατικός

μεταβατικός, ή, ό με-τα-βα-τι-κός επίθ.: που δεν είναι μόνιμος, οριστικός, που οδηγεί από μια κατάσταση σε άλλη: ~ός: πρόεδρος. ~ή: διάταξη/έδρα (π.χ. εφετείου)/λύση/ρύθμιση. ~ό: στάδιο/σύστημα/φαινόμενο (πβ. παροδικό). ~ά: μέτρα (= προσωρινά). Η αγορά βρίσκεται σε ~ή εποχή/περίοδο/φάση. Πβ. εφήμερος, πρόσκαιρος.|| (ΜΑΘ.) ~ή: ιδιότητα (π.χ., αν α=β και β=γ, τότε α=γ)/σχέση (βλ. σχέση ισοδυναμίας).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: λογαριασμός (: με τον οποίο μετατίθενται υποχρεώσεις ή απαιτήσεις μιας εταιρείας σε επόμενες χρήσεις). ~ή: τράπεζα. ● επίρρ.: μεταβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μεταβατική κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. προσωρινή κυβέρνηση που συγκροτείται με σκοπό τη διενέργεια εκλογών., μεταβατικό αντικείμενο: ΨΥΧΑΝ. αντικείμενο, συνήθ. παιχνίδι, στο οποίο προσκολλάται ένα παιδί, για να αντέξει το άγχος που του δημιουργείται, όταν απουσιάζει η μητέρα του. [< αγγλ. transitional object] , μεταβατικό ρήμα: ΓΡΑΜΜ. του οποίου η ενέργεια μεταβαίνει σε αντικείμενο: π.χ. βλέπω, γράφω. Πβ. δί-, μονό-πτωτος. ΑΝΤ. αμετάβατο ρήμα [< μτγν. μεταβατικός, γαλλ. transitoire]

ξύλο

ξύλο ξύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. σκληρή ουσία του κορμού και των κλαδιών των δέντρων· συνεκδ. κάθε κομμάτι ή αντικείμενο που προέρχεται από αυτά: ακατέργαστο/γνήσιο/ελαφρύ/κατεργασμένο/μαλακό/μασίφ/σκαλιστό/σουηδικό ~ (= ξυλεία). ~ ελιάς/κερασιάς/οξιάς/πεύκου. ~ τικ. Απολιθωμένο ~. Άρωμα/ασθένειες/βαφή/βιομηχανία (= ξυλοβιομηχανία)/εμπορία/τεχνολογία ~ου.|| Φύλλα ~ου. Έπιπλα/κουφώματα/πόρτα/σκάλα από ~.|| Γλυπτική/ζωγραφική σε ~. Βερνίκι για ~. || (Αρωματικά) ~α καπνίσματος. 2. (μτφ.) χτυπήματα με το χέρι ή με βέργα: άγριο/αλύπητο/ανελέητο/γερό ~. Έφαγε το ~ της αρκούδας/χρονιάς. ~ και των γονέων/με τη σέσουλα/μέχρι θανάτου/μέχρι λιποθυμίας. Δίνω/παίζω/ρίχνω ~. Πέφτει ~ (= γίνεται καβγάς, έχουν πιαστεί στα χέρια). (Κάποιος) θέλει ~ (: του αξίζει). Πβ. βρομόξυλο, ξυλο-δαρμός, -κόπημα, -φόρτωμα. 3. (μτφ.) καθετί σκληρό, που δύσκολα λυγίζει ή κάμπτεται: Το κορμί του είχε γίνει ~ από το κρύο (= ξύλιασε, ξεπάγιασε). 4. {κυρ. στον πληθ.} καυσόξυλα: ~α για προσάναμμα/για το τζάκι. Κόβω/κουβαλώ/μαζεύω ~α. Σόμπα ~ου/~ων. Ρίχνω ~α στη φωτιά. Βλ. πυρηνόξυλο. ● Υποκ.: ξυλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: τίμιο/άγιο ξύλο: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τον σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς: Φυλαχτό με τίμιο ~., σομφό ξύλο βλ. σομφός ● ΦΡ.: επί ξύλου κρεμάμενος (μτφ.): για κάποιον που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και χωρίς υποστήριξη, από οικονομική ή άλλη άποψη: Έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε ~ ~ (= απένταρος)., ξύλο μετά μουσικής (συνήθ. ειρων.): για άγριο ξυλοδαρμό., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο (προφ.): τον χτυπώ πολύ άσχημα, χωρίς οίκτο: (απειλητ.) Θα σε σπάσω ~!, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο: ως εσφαλμένη δικαιολόγηση της παιδαγωγικής ή σωφρονιστικής σημασίας του ξυλοδαρμού ή της χειροδικίας., τρώω ξύλο (μτφ.-προφ.): με δέρνουν, με χτυπούν. ΣΥΝ. τις αρπάζω, τις τρώω, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, ένα (γερό) χέρι ξύλο βλ. χέρι, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) βλ. σκοτώνω, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά, τουλουμιάζω στο ξύλο βλ. τουλουμιάζω, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! βλ. χτυπώ ● βλ. ξυλάκι [< αρχ. ξύλον]

ονοματικός

ονοματικός, ή, ό [ὀνοματικός] ο-νο-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το όνομα: (ΓΛΩΣΣ.) ~ός: τύπος (: ουσιαστικό ή επίθετο). ~ή: κατάληξη. ~ό: σύνολο (: που έχει στον πυρήνα του έναν ονοματικό τύπο). ~ές: δομές/προτάσεις.|| (ονομαστικός) ~ός: κατάλογος. (ΟΙΚΟΝ.) ~ές: μετοχές. ● ΣΥΜΠΛ.: ονοματική φράση: ΓΛΩΣΣ. που σχηματίζεται από ένα ή περισσότερα ονόματα, τα άρθρα και τους προσδιορισμούς που τα συνοδεύουν και γενικότ. κάθε συντακτικό στοιχείο που λειτουργεί ως όνομα: απλή/λεξική ~ ~. Κάθε ~ ~ κληρονομεί το γένος, τον αριθμό και την πτώση του ουσιαστικού που λειτουργεί ως κεφαλή της. Βλ. ρηματική φράση. [< γαλλ. phrase nominale] , ονοματικός προσδιορισμός: ΓΡΑΜΜ. που προσδίδει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στο όνομα, συνήθ. ουσιαστικό, της πρότασης στο οποίο αναφέρεται: π.χ. Ο Σολωμός, ο ποιητής (: παράθεση). Ο καλός μαθητής (: επιθετικός προσδιορισμός). Βλ. επιρρηματικός προσδιορισμός. [< μτγν. ὀνοματικός, γαλλ. nominal]

συμπλήρωμα

συμπλήρωμα συ-μπλή-ρω-μα ουσ. (ουδ.) {συμπληρώμ-ατα} 1. οτιδήποτε προστίθεται, προκειμένου να συμπληρώσει, να ολοκληρώσει κάτι: Η γυμναστική θεωρείται απαραίτητο ~ της δίαιτας. Το αρχαίο θέατρο ενισχύθηκε με νέους λίθους και ~ατα. Πβ. παραπλήρωμα.|| ~ προγραμματισμού (: έγγραφο που περιγράφει αναλυτικά τη στρατηγική επιχειρησιακού προγράμματος). 2. ΤΥΠΟΓΡ. παράρτημα σε έντυπο ή αυτοτελής έκδοση που περιέχει προσθήκες και επισημάνσεις (κυρ. παραλείψεων, σφαλμάτων) στο κυρίως έργο: ~ διακήρυξης/λεξικού/νομοθεσίας. Ετήσιο ~ εγκυκλοπαίδειας. 3. ΙΑΤΡ. σειρά πρωτεϊνικών ενζύμων του ορού που συνδέονται με το σύμπλεγμα αντιγόνου-αντισώματος και προκαλούν κυτταρόλυση και καταστροφή των μικροβίων ή συμμετέχουν σε ανοσολογικές και βιολογικές δράσεις. 4. (προφ.) συμπλήρωση: Το ψυγείο (του αυτοκινήτου) θέλει ~ με αντιψυκτικό. Βλ. γέμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: συμπλήρωμα διατροφής/διατροφικό(/διαιτητικό) συμπλήρωμα & συμπλήρωμα διαίτης {συνηθέστ. στον πληθ.}: συμπυκνωμένη, μη φαρμακευτική, πηγή ενός ή περισσοτέρων θρεπτικών συστατικών (π.χ. βιταμινών, αμινοξέων), κυρ. με στόχο τη συμπλήρωση ή τον εμπλουτισμό της συνήθους διατροφής: ισορροπημένο/πολυβιταμινούχο/φυσικό ~ ~. ~ ~ σε δισκία/υγρή μορφή/σκόνη. Ειδικό ~ ~ για μείωση της τριχόπτωσης. ~ατα ~ για αθλητές (βλ. μπόντι-μπίλντινγκ)/ζώα/νεογνά/την τρίτη ηλικία/χορτοφάγους. ~ατα αλάτων/πρωτεϊνών. Βλ. υπερτροφή. [< αγγλ. dietary/nutritional/food supplement] , συμπλήρωμα του ρήματος: ΓΡΑΜΜ. συντακτικό στοιχείο, εκτός του υποκειμένου, που απαιτείται για τη σύνταξη του ρήματος, αντικείμενο, κατηγορούμενο, εξαρτημένες προτάσεις και επιρρηματικοί προσδιορισμοί. [< γαλλ. complément du verbe] , Συμπλήρωμα/Παράρτημα Διπλώματος: έγγραφο που χορηγείται μαζί με το πτυχίο, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς η φύση, το επίπεδο, το περιεχόμενο και το καθεστώς των σπουδών που ολοκληρώθηκαν επιτυχώς από το άτομο του οποίου το όνομα αναγράφεται στο πρωτότυπο του τίτλου και με το οποίο επιδιώκεται η διευκόλυνση της αναγνώρισης και σύγκρισης των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών του προσόντων εκτός των συνόρων της χώρας προέλευσης. Βλ. κινητικότητα. [< αγγλ. Diploma Supplement (DS), 2006] [< αρχ. συμπλήρωμα ‘πληρότητα, ξεχείλισμα’, γαλλ. complément, supplément]

συνδετικός

συνδετικός, ή, ό συν-δε-τι-κός επίθ.: που συνδέει, ενώνει: ~ός: σωλήνας. ~ή: γέφυρα/κόλλα/ταινία. ~ό: εξάρτημα/καλώδιο/κονίαμα/μέσο/μηχάνημα/στοιχείο/υλικό.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ό: φωνήεν (: που ενώνει δύο λέξεις σε μία σύνθετη, π.χ. κρυφ-ο-μιλώ). ~ή: σύνταξη (: με ~ά ρήματα).|| (μτφ.) ~ός δεσμός μεταξύ διαφορετικών εθνοτήτων. Πβ. συνδετήριος. Βλ. συνεκτικός. ● ΣΥΜΠΛ.: συνδετικό ρήμα: ΓΡΑΜΜ. που ενώνει, συσχετίζει το υποκείμενο ή το αντικείμενό του με κατηγορούμενο: ~ά είναι π.χ. τα ρήματα είμαι, γίνομαι, φαίνομαι, καλούμαι., συνδετικός ιστός: ΑΝΑΤ. που συνδέει και αποτελεί τη βασική ουσία διαφόρων τμημάτων και οργάνων του σώματος. Βλ. παρέγχυμα. [< αγγλ. connective tissue] , συνδετικός κρίκος βλ. κρίκος [< μτγν. συνδετικός]

τριτοπρόσωπος

τριτοπρόσωπος, η, ο τρι-το-πρό-σω-πος επίθ.: που αναφέρεται ή γίνεται στο τρίτο πρόσωπο: (ΓΡΑΜΜ.) ~η: αντωνυμία.|| (ΛΟΓΟΤ.) ~η: αφήγηση. Βλ. -πρόσωπος, πρωτοπρόσωπος. ● ΣΥΜΠΛ.: τριτοπρόσωπα ρήματα: ΓΡΑΜΜ. που απαντούν μόνο στο γ' ενικό ή/και πληθυντικό πρόσ., όπως επείγει/επείγουν, συμβαίνει/συμβαίνουν, πρέπει, αποφασίζεται, έγκειται, ενδέχεται, εννοείται, πρόκειται. Βλ. απρόσωπος. [< πβ. μτγν. επίρρ. τριτοπροσώπως]

τροπικός

τροπικός, ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.