ρήτρα [ῥήτρα] ρή-τρα ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. όρος σύμβασης: απαλλακτική (= ~ απαλλαγής)/ασφαλιστήρια/γενική/διαιτητική/ειδική/κοινωνική/συμβατική/συμπληρωματική/τιμαριθμική/υποχρεωτική ~. ~ αγοράς/αναπροσαρμογής/αποδέσμευσης/αποζημίωσης/διαιτησίας/διαφάνειας/εμπιστευτικότητας/επιφύλαξης/παραίτησης/συμβολαίου. Άρση/εφαρμογή/κατάργηση/ισχύς/χρήση ~ας. ~ες συλλογικής δράσης. || ~ διαφυγής (από το σύμφωνο σταθερότητας). Πβ. διάταξη.|| (προφ., για φοιτητή) Έβαλα ~ 9, γιατί θέλω να πάρω πτυχίο με άριστα (: να επανεξεταστώ, αν βαθμολογηθώ κάτω από 9). ● ΣΥΜΠΛ.: ποινική ρήτρα: ΝΟΜ. σύμφωνα με την οποία, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, δεσμεύεται να καταβάλει στον δανειστή κάποια παροχή, συνήθ. χρηματική., ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου: ΟΙΚΟΝ. όρος οικονομικής συναλλαγής με βάση τον οποίο η αντιστοιχία του εθνικού νομίσματος γίνεται προς το αναφερόμενο συνάλλαγμα ή νόμισμα, τον χρυσό ή τον τιμάριθμο., ρήτρα εξαίρεσης βλ. εξαίρεση ● ΦΡ.: ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. (στην Ευρωπαϊκή Νομοθεσία) υποχρέωση παροχής βοήθειας από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κράτος-μέλος που δέχεται ένοπλη ή τροµοκρατική επίθεση ή πλήττεται από φυσική καταστροφή., ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) σύμφωνα με την οποία ένα κράτος δεσμεύεται για ευνοϊκότερη μεταχείριση κράτους με το οποίο έχει συνάψει εμπορική συνθήκη, σε σχέση με τρίτο. [< γαλλ. clause de la nation la plus favorisée] [< αρχ. ῥήτρα ‘συμφωνία, διάταγμα, λόγος’, γαλλ. clause]
εξαίρεση
εξαίρεση [ἐξαίρεση] ε-ξαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφοροποίηση, απόκλιση από το συνηθισμένο, τον γενικό κανόνα, το σύνολο και συνεκδ. όποιος ή ό,τι αποκλίνει: αρνητική/θετική/πολιτιστική (πβ. διαφορετικότητα, ιδιαιτερότητα) ~. Με μία μόνο ~. Με την ~ ότι ... (: διαφορά). Αποτελούν/είναι/συνιστούν ~ (: είναι σπάνιοι). Το αυτονόητο έγινε ~. Εκτός ελαχίστων/μερικών/σπανίων ~έσεων. Κάθε κανόνας έχει και τις ~έσεις του (: δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας). Πβ. εκτροπή, παρέκκλιση.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~έσεις στην κλίση των ουσιαστικών.2. ΝΟΜ. αποκλεισμός από νόμιμο δικαίωμα ή απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση για ειδικούς λόγους ή εξαιτίας ιδιαίτερων συνθηκών: ατομική/γενική/μερική/ομαδική/πλήρης/προσωρινή ~. ~ ανακριτή/διαιτητή/δικαστή/μάρτυρα. ~ από δικαστήριο/κλήρωση/συμμετοχή (σε διαγωνισμό). Ζητείται/χορηγείται ~ από την απαγόρευση/την εφαρμογή (των διατάξεων)/τον κανονισμό/τη φορολογία. Αίτηση/λόγος/πιστοποιητικό ~ης. Βλ. αυτο~, υπ~.3. ΙΑΤΡ. αφαίρεση με χειρουργική επέμβαση: ολική/ριζική ~. Πβ. εκτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ρήτρα εξαίρεσης: ΝΟΜ. δικαίωμα κράτους-μέλους διεθνούς κοινότητας ή οργανισμού να μην συμπράξει με τα υπόλοιπα σε συγκεκριμένο τομέα της συνεργασίας τους., φωτεινή εξαίρεση: για κάποιον ή κάτι που ξεχωρίζει για τις θετικές του ιδιότητες: Εσύ είσαι/παραμένεις η μόνη ~ ~. Με (ελάχιστες) ~ές ~έσεις. ● ΦΡ.: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα: δεν ακυρώνει τη γενική του ισχύ. [< γαλλ. l' exception confirme la règle] , κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις: δεν φέρομαι με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε όλους, μεροληπτώ: Δεν κάνει ~έσεις στην τήρηση των νόμων. Πβ. διακρίσεις., κατ' εξαίρεση (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' εξαίρεσιν: αντίθετα με τη συνήθη ή κοινή πρακτική, τον γενικό κανόνα: ~ ~ αποζημίωση/έκδοση άδειας. ~ ~ επιτρέπεται να ... Δέχτηκε ~ ~ να ..., με εξαίρεση (+ αιτ./γεν.) & (λόγ.) εξαιρέσει (+ γεν.): εκτός από, εξαιρώντας: Τα προβλήματα έχουν αποκατασταθεί ~ ~ μεμονωμένες περιπτώσεις. Εξαιρέσει των διατάξεων ..., χωρίς (καμία/καμιά) εξαίρεση: για να δηλωθεί απόλυτη και καθολική συμμετοχή, εφαρμογή: όλοι ~ ~ (: ανεξαιρέτως). Επιβάλλεται ~ ~ η ... [< 1: αρχ. ἐξαίρεσις, γαλλ. exception 2: γαλλ. exemption]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.