Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ρήτρα [ῥήτρα] ρή-τρα ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. όρος σύμβασης: απαλλακτική (= ~ απαλλαγής)/ασφαλιστήρια/γενική/διαιτητική/ειδική/κοινωνική/συμβατική/συμπληρωματική/τιμαριθμική/υποχρεωτική ~. ~ αγοράς/αναπροσαρμογής/αποδέσμευσης/αποζημίωσης/διαιτησίας/διαφάνειας/εμπιστευτικότητας/επιφύλαξης/παραίτησης/συμβολαίου. Άρση/εφαρμογή/κατάργηση/ισχύς/χρήση ~ας. ~ες συλλογικής δράσης. || ~ διαφυγής (από το σύμφωνο σταθερότητας). Πβ. διάταξη.|| (προφ., για φοιτητή) Έβαλα ~ 9, γιατί θέλω να πάρω πτυχίο με άριστα (: να επανεξεταστώ, αν βαθμολογηθώ κάτω από 9). ● ΣΥΜΠΛ.: ποινική ρήτρα: ΝΟΜ. σύμφωνα με την οποία, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, δεσμεύεται να καταβάλει στον δανειστή κάποια παροχή, συνήθ. χρηματική., ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου: ΟΙΚΟΝ. όρος οικονομικής συναλλαγής με βάση τον οποίο η αντιστοιχία του εθνικού νομίσματος γίνεται προς το αναφερόμενο συνάλλαγμα ή νόμισμα, τον χρυσό ή τον τιμάριθμο., ρήτρα εξαίρεσης βλ. εξαίρεση ● ΦΡ.: ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. (στην Ευρωπαϊκή Νομοθεσία) υποχρέωση παροχής βοήθειας από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κράτος-μέλος που δέχεται ένοπλη ή τροµοκρατική επίθεση ή πλήττεται από φυσική καταστροφή., ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) σύμφωνα με την οποία ένα κράτος δεσμεύεται για ευνοϊκότερη μεταχείριση κράτους με το οποίο έχει συνάψει εμπορική συνθήκη, σε σχέση με τρίτο. [< γαλλ. clause de la nation la plus favorisée] [< αρχ. ῥήτρα ‘συμφωνία, διάταγμα, λόγος’, γαλλ. clause]

εξαίρεση

εξαίρεση [ἐξαίρεση] ε-ξαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφοροποίηση, απόκλιση από το συνηθισμένο, τον γενικό κανόνα, το σύνολο και συνεκδ. όποιος ή ό,τι αποκλίνει: αρνητική/θετική/πολιτιστική (πβ. διαφορετικότητα, ιδιαιτερότητα) ~. Με μία μόνο ~. Με την ~ ότι ... (: διαφορά). Αποτελούν/είναι/συνιστούν ~ (: είναι σπάνιοι). Το αυτονόητο έγινε ~. Εκτός ελαχίστων/μερικών/σπανίων ~έσεων. Κάθε κανόνας έχει και τις ~έσεις του (: δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας). Πβ. εκτροπή, παρέκκλιση.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~έσεις στην κλίση των ουσιαστικών. 2. ΝΟΜ. αποκλεισμός από νόμιμο δικαίωμα ή απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση για ειδικούς λόγους ή εξαιτίας ιδιαίτερων συνθηκών: ατομική/γενική/μερική/ομαδική/πλήρης/προσωρινή ~. ~ ανακριτή/διαιτητή/δικαστή/μάρτυρα. ~ από δικαστήριο/κλήρωση/συμμετοχή (σε διαγωνισμό). Ζητείται/χορηγείται ~ από την απαγόρευση/την εφαρμογή (των διατάξεων)/τον κανονισμό/τη φορολογία. Αίτηση/λόγος/πιστοποιητικό ~ης. Βλ. αυτο~, υπ~. 3. ΙΑΤΡ. αφαίρεση με χειρουργική επέμβαση: ολική/ριζική ~. Πβ. εκτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ρήτρα εξαίρεσης: ΝΟΜ. δικαίωμα κράτους-μέλους διεθνούς κοινότητας ή οργανισμού να μην συμπράξει με τα υπόλοιπα σε συγκεκριμένο τομέα της συνεργασίας τους., φωτεινή εξαίρεση: για κάποιον ή κάτι που ξεχωρίζει για τις θετικές του ιδιότητες: Εσύ είσαι/παραμένεις η μόνη ~ ~. Με (ελάχιστες) ~ές ~έσεις. ● ΦΡ.: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα: δεν ακυρώνει τη γενική του ισχύ. [< γαλλ. l' exception confirme la règle] , κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις: δεν φέρομαι με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε όλους, μεροληπτώ: Δεν κάνει ~έσεις στην τήρηση των νόμων. Πβ. διακρίσεις., κατ' εξαίρεση (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' εξαίρεσιν: αντίθετα με τη συνήθη ή κοινή πρακτική, τον γενικό κανόνα: ~ ~ αποζημίωση/έκδοση άδειας. ~ ~ επιτρέπεται να ... Δέχτηκε ~ ~ να ..., με εξαίρεση (+ αιτ./γεν.) & (λόγ.) εξαιρέσει (+ γεν.): εκτός από, εξαιρώντας: Τα προβλήματα έχουν αποκατασταθεί ~ ~ μεμονωμένες περιπτώσεις. Εξαιρέσει των διατάξεων ..., χωρίς (καμία/καμιά) εξαίρεση: για να δηλωθεί απόλυτη και καθολική συμμετοχή, εφαρμογή: όλοι ~ ~ (: ανεξαιρέτως). Επιβάλλεται ~ ~ η ... [< 1: αρχ. ἐξαίρεσις, γαλλ. exception 2: γαλλ. exemption]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.