Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • ρίγα ρί-γα ουσ. (θηλ.) 1. ευθεία γραμμή κάθετη ή οριζόντια: γραβάτα/κασκόλ/κοστούμι με ~ες (= ριγέ). Αραιές/λεπτές/φαρδιές/χρωματιστές ~ες. Φόρμα με μία ~ στο πλάι. Οι ~ες της σημαίας. Πβ. λωρίδα, ραβδώσεις. 2. (παλαιότ.) χάρακας. [< μεσν. ρίγα < ιταλ. riga]
  • ριγανάτος , η, ο [ριγανᾶτος] ρι-γα-νά-τος επίθ.: ΜΑΓΕΙΡ. (για φαγητό) που έχει ως βασικό καρύκευμα τη ρίγανη: γαύρος ~. Αρνάκι/κοτόπουλο/χταπόδι ~ο. Πατάτες φούρνου ~ες. Βλ. -άτος. ● Ουσ.: ριγανάτο (το): ψητό κρέας αρωματισμένο με ρίγανη.
  • ρίγανη ρί-γα-νη ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. θαμνώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Origanum vulgare) με αρωματικά φύλλα και μικρά άνθη που χρησιμοποιούνται αποξηραμένα ως καρύκευμα, ενώ το έλαιο που εξάγεται από αυτά χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική: άγρια/ξερή/τριμμένη/φρέσκια/χλωρή ~. Ένα κλωνάρι/ματσάκι ~. Φέτα με λάδι και ~ (πβ. λαδο~). Πατατάκια με ~. Μια κουταλιά ~. Πασπαλίζετε το ψάρι με ~. Πβ. ορίγανο. Βλ. θυμάρι, μαντζουράνα. ● Υποκ.: ριγανίτσα (η) ● ΦΡ.: βαλ' του ρίγανη (προφ.): σε περιπτώσεις που μια δουλειά, μια κατάσταση δεν πάει καλά. Πβ. άστα (να πάνε) καλύτερα, βράσε ρύζι/όρυζα., κολοκύθια (με τη ρίγανη/στο πάτερο/τούμπανα)! βλ. κολοκύθι [< μεσν. ρίγανη]
  • ριγάτος , η, ο [ῥιγᾶτος] ρι-γά-τος επίθ.: ριγέ: (ΜΑΓΕΙΡ.) πένες ~ες.

-άτος

-άτος, η, ο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνει 1. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αφρ~/λουλουδ~/χλιδ~.|| (συχνά σε επίθ. παράγωγα από ξένες λέξεις:) Κεφ~/ντελικ~/κιτσ~. 2. (κυρ. σε φαγητό) υλικό, συστατικό: κρασ~/λεμον~/ξιδ~/σκορδ~. 3. κατάσταση: γεμ~/χορτ~. 4. τρόπο: ποδαρ~. 5. (μόνο στο αρσ.) επώνυμο ή τοπωνύμιο: (κυρ. στα Ιόνια Νησιά:) Παπαδ~.

θυμάρι

θυμάρι θυ-μά-ρι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. αγγειόσπερμο, πολυετές, θαμνώδες δικοτυλήδονο φυτό (επιστ. ονομασ. Thymus vulgaris) με αρωματικά φύλλα και μικρά άνθη, τα οποία χρησιμοποιούνται αποξηραμένα ως καρύκευμα, ενώ το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από αυτά χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό μέσο ή για την παρασκευή αρωμάτων: άγριο ~. Κοτόπουλο με ~. Βλ. φρύγανο. ΣΥΝ. θύμος (2) [< μεσν. θυμάρι(ο)ν < μτγν. θύμον (το)]

κολοκύθι

κολοκύθι κο-λο-κύ-θι ουσ. (ουδ.) {κολοκυθ-ιού} BOT. 1. ο εδώδιμος, στενόμακρος, πράσινος καρπός της κοινής κολοκυθιάς (επιστ. ονομασ. Cucurbita pepo): άνθη (= κολοκυθοανθοί)/σπόροι ~ιού (= κολοκυθόσποροι).|| (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) Ξυσμένο/τριμμένο ~. ~ια γεμιστά (: με ρύζι και κιμά). Βράζω/καθαρίζω/τηγανίζω τα ~ια. Γλυκό κουταλιού ~. 2. ο καρπός της κολοκύθας: (ΜΑΓΕΙΡ.) κίτρινο ~ τριμμένο. ● ΦΡ.: κολοκύθια (με τη ρίγανη/στο πάτερο/τούμπανα)! (ειρων.): ανοησίες: Αυτά που μου λες είναι ~ (~)! [< μεσν. κολοκύθι < μτγν. κολοκύνθιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.