ρίγανη ρί-γα-νη ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. θαμνώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Origanum vulgare) με αρωματικά φύλλα και μικρά άνθη που χρησιμοποιούνται αποξηραμένα ως καρύκευμα, ενώ το έλαιο που εξάγεται από αυτά χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική: άγρια/ξερή/τριμμένη/φρέσκια/χλωρή ~. Ένα κλωνάρι/ματσάκι ~. Φέτα με λάδι και ~ (πβ. λαδο~). Πατατάκια με ~. Μια κουταλιά ~. Πασπαλίζετε το ψάρι με ~. Πβ. ορίγανο. Βλ. θυμάρι, μαντζουράνα. ● Υποκ.: ριγανίτσα (η) ● ΦΡ.: βαλ' του ρίγανη (προφ.): σε περιπτώσεις που μια δουλειά, μια κατάσταση δεν πάει καλά. Πβ. άστα (να πάνε) καλύτερα, βράσε ρύζι/όρυζα., κολοκύθια (με τη ρίγανη/στο πάτερο/τούμπανα)! βλ. κολοκύθι [< μεσν. ρίγανη]
θυμάρι
θυμάριθυ-μά-ρι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. αγγειόσπερμο, πολυετές, θαμνώδες δικοτυλήδονο φυτό (επιστ. ονομασ. Thymus vulgaris) με αρωματικά φύλλα και μικρά άνθη, τα οποία χρησιμοποιούνται αποξηραμένα ως καρύκευμα, ενώ το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από αυτά χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό μέσο ή για την παρασκευή αρωμάτων: άγριο ~. Κοτόπουλο με ~. Βλ. φρύγανο. ΣΥΝ. θύμος (2) [< μεσν. θυμάρι(ο)ν < μτγν. θύμον (το)]
κολοκύθι
κολοκύθικο-λο-κύ-θι ουσ. (ουδ.) {κολοκυθ-ιού} BOT. 1. ο εδώδιμος, στενόμακρος, πράσινος καρπός της κοινής κολοκυθιάς (επιστ. ονομασ. Cucurbita pepo): άνθη (= κολοκυθοανθοί)/σπόροι ~ιού (= κολοκυθόσποροι).|| (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) Ξυσμένο/τριμμένο ~. ~ια γεμιστά (: με ρύζι και κιμά). Βράζω/καθαρίζω/τηγανίζω τα ~ια. Γλυκό κουταλιού ~.2. ο καρπός της κολοκύθας: (ΜΑΓΕΙΡ.) κίτρινο ~ τριμμένο. ● ΦΡ.: κολοκύθια (με τη ρίγανη/στο πάτερο/τούμπανα)! (ειρων.): ανοησίες: Αυτά που μου λες είναι ~ (~)! [< μεσν. κολοκύθι < μτγν. κολοκύνθιον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.