Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ρίχνω ρί-χνω ρ. (μτβ.) {έρι-ξα, ρί-ξω, ρίχν-εται, ρίχ-τηκε (λόγ.) -θηκε, ριγ-μένος, ρίχν-οντας} 1. κάνω ή αφήνω κάτι να πέσει κάτω ή χαμηλότερα, βάζω: ~ξα τον δίσκο με τα πιάτα. Το δέντρο ~ξε (= έχασε) τα φύλλα του.|| ~ουμε το λάδι στην κατσαρόλα/τη ζάχαρη (πβ. προσθέτω). ~ κέρμα (σε μηχάνημα). 2. προκαλώ πτώση· γκρεμίζω: Ο ισχυρός άνεμος ~ξε την κεραία. ~ξαν το εχθρικό αεροπλάνο (ενν. με πυρά ή πυραύλους· πβ. καταρρίπτω).|| ~ξαν το (παλιό) σπίτι/τον τοίχο. Πβ. κατεδαφίζω.|| Τον έσπρωξα και τον ~ξα κάτω. 3. πετώ κάτι μακριά, εκσφενδονίζω: ~ξε το ακόντιο. ~ξαν βόμβα/σφαίρες/χειροβομβίδα. ~ξαν φωτοβολίδες για να βρουν τους ναυαγούς (πβ. εκτοξεύω).|| ~ βότσαλα/πέτρες στη θάλασσα. ~ τα σκουπίδια (στο καλάθι των απορριμμάτων). ~ ρύζι (στον γαμπρό/στη νύφη· πβ. ραίνω). Ρίξε μου την μπάλα!|| Αεροπλάνα που ~ουν προκηρύξεις. Πβ. σκορπίζω. 4. (προφ.) προωθώ: ~ νέα μοντέλα/προϊόντα στην αγορά. Πβ. κυκλοφορώ. Βλ. φέρνω. 5. (μτφ.) οδηγώ, εξωθώ κάποιον σε κάτι αρνητικό· παραπετώ: Ο χωρισμός τον ~ξε στο αλκοόλ. ~ουν στην ανεργία και την εξαθλίωση χιλιάδες εργαζομένους.|| (προφ.) Τον ~ξαν σε ένα γραφείο χωρίς ενημέρωση για τα νέα του καθήκοντα. 6. (μτφ.) μειώνω, περιορίζω: ~ξαν το επίπεδο/(τα) στάνταρ (= κατέβασαν, υποβίβασαν). Αν δεν ~ξεις τις προσδοκίες σου, δεν θα βρεις εύκολα δουλειά. Πρέπει να ~ξουν την αξία (των ακινήτων)/τους μισθούς/τις τιμές (= ελαττώνω, χαμηλώνω). Ο ιδρώτας ~ει τη θερμοκρασία του σώματος. ΑΝΤ. ανεβάζω (2), αυξάνω 7. (μτφ.-προφ.) αδικώ ή εξαπατώ κάποιον για δικό μου όφελος· τον πείθω να ενδώσει στις επιθυμίες μου: Τον ~ξαν στα κληρονομικά/στη μοιρασιά. Νιώθει ~μένος.|| Τους ~ξε με γλυκόλογα/πονηριά/ψέματα. Πβ. καταφέρνω, ξεγελώ.|| ~ει τους άλλους με την ομορφιά της. Πβ. κατακτώ, τουμπάρω, τυλίγω, ψήνω. 8. (μτφ.-προφ.) (για τιμωρία, ποινή, πρόστιμο) επιβάλλω: Ο διοικητής μου ~ξε δύο μέρες κράτηση. Το δικαστήριο του ~ξε δέκα μήνες φυλάκιση. Πβ. κοπανώ. 9. (μτφ.-προφ.) αποδίδω, επιρρίπτω: Μου ~ξαν όλο το βάρος/την ευθύνη/το φταίξιμο. Οι παίκτες ~ξαν την ήττα στον προπονητή. Πβ. καταλογίζω, προσάπτω, φορτώνω, χρεώνω. 10. (μτφ.-προφ.) ασχολούμαι με ζήλο ή υπερβολικά, αφοσιώνομαι: ~ξε πολύ διάβασμα (για να πάρει το πτυχίο του)/δουλειά. ~τηκε (= στρώθηκε) στη μελέτη. 11. (μτφ.) ανατρέπω από θέση εξουσίας, καθαιρώ: Ο λαός ~ξε την κυβέρνηση.|| Ήττα που ~ξε την ομάδα στην τρίτη θέση της βαθμολογίας. 12. (μτφ.-προφ.) σε φράσεις που δηλώνουν ανωτερότητα ή υπεροχή, κυρ. σε ηλικία ή ύψος: Σου ~ ... χρόνια (: είμαι μεγαλύτερός σου). Μου ~εις ... πόντους (: είσαι ψηλότερος).|| Του ~ει σε ποιότητα (: είναι καλύτερο). 13. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ γέλιο (= γελώ πολύ)/ξύλο (= δέρνω)/τροφή (στα ζώα· βλ. ταΐζω). Τον ~ξαν στα σίδερα/στη φυλακή (= τον έβαλαν στη φυλακή, τον φυλάκισαν). Θέλω να ~ξω έναν υπνάκο (: να κοιμηθώ λίγο). ~ξε πολύ κλάμα (: έκλαψε πολύ). Δεν ~ξα ούτε ένα δάκρυ (: δεν έκλαψα καθόλου). Του ~ξα μια γροθιά (= τον γρονθοκόπησα)/μια κλοτσιά (= τον κλότσησα)/σφαλιάρα (= τον σφαλιάρισα)/ένα χαστούκι (= τον χαστούκισα). Δεν ξέρω πού να ~ξω την ψήφο μου (: τι να ψηφίσω). ~ξαν τα θεμέλια της εταιρείας (= θεμελίωσαν)/πυροβολισμούς (= πυροβόλησαν). Μόλις ~ξε μια (: ένα χτύπημα) στο μηχάνημα, άρχισε να λειτουργεί (πβ. δίνω, τραβώ)! ~ει χιόνι (= χιονίζει). ρίχνει (προφ.): βρέχει: ~ ασταμάτητα από χθες το βράδυ. ~ καρέκλες/παπάδες (: βρέχει καταρρακτωδώς). ● Παθ.: ρίχνομαι 1. κινούμαι εναντίον κάποιου ορμητικά, επιτίθεμαι: ~τηκαν στη μάχη. Το ζώο ~τηκε στο θήραμά του. ~τηκαν κατά πάνω τους. Πβ. ξεχύνομαι, ορμώ.|| (προφ., με ερωτικούς σκοπούς:) Της ~τηκε (: την παρενόχλησε σεξουαλικά). 2. πέφτω: ~ στον γκρεμό/στη θάλασσα (πβ. βουτώ, πηδώ).|| ~τηκε στην αγκαλιά του. ● ΦΡ.: ρίχνω ένα βλέμμα/μια ματιά σε κάποιον (προφ.) 1. τον κοιτάζω για λίγο: Της ~ξα ένα απειλητικό/υποτιμητικό βλέμμα. Μου ~ξε μια άγρια ματιά και τον φοβήθηκα. Μου ~ξε ένα βλέμμα απορίας/γεμάτο φαρμάκι.|| ~ξε μια ματιά γύρω του. 2. του δίνω σημασία: Μου ~ξε ~ όλο νόημα. Δεν του ~ξε ούτε ~., ρίχνω μια ματιά σε κάτι (προφ.) & (σπάν.-αργκό) ένα βλέφαρο: το κοιτάζω βιαστικά, στα γρήγορα: Ρίξε ~ στο άρθρο/στο βιβλίο/στην εφημερίδα. ~ξα ένα βλέφαρο στο περιοδικό, αλλά δεν το αγόρασα., ρίχνω την ιδέα/την πρόταση (προφ.): προτείνω κάτι: ~ξα την ιδέα να πάμε εκδρομή. ~ξε την πρόταση και όλοι συμφωνήσαμε., βγάζω/ρίχνω χολή/δηλητήριο/φαρμάκι & (σπάν.) χύνω (προφ.): λέω κακίες, εκφράζομαι με κακεντρέχεια: Το ~ξε/έχυσε και πάλι το δηλητήριό της! ~ξε χολή εναντίον των αντιπάλων του., τα ρίχνω (προφ.): προσεγγίζω κάποιον με ερωτικό σκοπό: Της ~ ~ξε, αλλά έφαγε χυλόπιτα. ΣΥΝ. καμακώνω (1), την πέφτω (2), το ρίχνω (προφ.): αρχίζω να κάνω κάτι συστηματικά και έντονα, επιδίδομαι: ~ ~ξαν στο διάβασμα/στη δουλειά. Στην αρχή δεν τους πήραμε σοβαρά και ~ ~ξαμε στην πλάκα., αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι βλ. μελάνι, αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, βάζω/ρίχνω τόγκα βλ. τόγκα, βαράει/ρίχνει/σκάει κανόνι βλ. κανόνι, δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι) βλ. βάρος, έριξε έξω βλ. έξω, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό βλ. γιαλός, κατεβάζω/ρίχνω καντήλια βλ. καντήλι, κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες βλ. χριστοπαναγίες, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, με περνά ένα κεφάλι βλ. κεφάλι, με χαλάει/ρίχνει βλ. χαλώ, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι βλ. καράβι, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον βλ. γάντι, πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα βλ. λάσπη, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, πέφτω (και) στη φωτιά βλ. πέφτω, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι βλ. μούτρο, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, ρίχνει τη σκιά του βλ. σκιά, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, ρίχνω αγκίστρι/αγκίστρια βλ. αγκίστρι, ρίχνω άγκυρα βλ. άγκυρα, ρίχνω άδεια (για) να πιάσω γεμάτα βλ. άδειος, ρίχνω κάποιον από τον θρόνο του βλ. θρόνος, ρίχνω κλήρο βλ. κλήρος, ρίχνω λάδι στη φωτιά βλ. λάδι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος βλ. ανάθεμα, ρίχνω στ' αυτιά βλ. αυτί, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, ρίχνω στο κρεβάτι βλ. κρεβάτι, ρίχνω στον αέρα βλ. αέρας, ρίχνω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, ρίχνω το παιδί βλ. παιδί, ρίχνω φως βλ. φως, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, ρίχνω/πετάω λάσπη βλ. λάσπη, βλ. πετώ, ρίχνω/πετάω/οδηγώ (κάποιον) στον Καιάδα βλ. Καιάδας, ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως βλ. άπλετος, ρίχνω/ψηφίζω (μαύρο) δαγκωτό βλ. δαγκωτός, το ρίχνω έξω βλ. έξω, το ρίχνω στην παλαβή βλ. παλαβός, το ρίχνω στο σορολόπ βλ. σορολόπ, φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του βλ. βόλτα, φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο βλ. φιλότιμο, χτυπώ/βαρώ/ρίχνω/πυροβολώ στο ψαχνό βλ. ψαχνό ● βλ. ριγμένος [< μεσν. ρίχνω < αρχ. ῥίπτω]

αγκίστρι

αγκίστρι [ἀγκίστρι] α-γκί-στρι ουσ. (ουδ.) {αγκιστριού}: εργαλείο ψαρέματος, μεταλλικό, καμπυλωτό και με μυτερή άκρη που στερεώνεται σε πετονιά ή δίχτυ και τοποθετείται πάνω του δόλωμα: Δολώνω το/ρίχνω το/ψαρεύω με ~. Κυκλικά ~ια. Τ' ~ια του παραγαδιού.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Οστέινα ~ια μεσολιθικής εποχής. ● Υποκ.: αγκιστράκι (το) ● ΦΡ.: πιάστηκε στ' αγκίστρι/αγκίστρια (μτφ.): έπεσε στην παγίδα: Θέλησε να τον εξαπατήσει, αλλά πιάστηκε ο ίδιος ~. Πβ. (πιάνω) στην απόχη., ρίχνω αγκίστρι/αγκίστρια (μτφ.-προφ.): επιδιώκω να επωφεληθώ, προσπαθώ να δελεάσω κάποιον: ~ει ~ στους αφελείς κι αυτοί τσιμπάνε! [< μεσν. αγκίστριν]

άγκυρα

άγκυρα [ἄγκυρα] ά-γκυ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΑΥΤ. βαρύ μεταλλικό όργανο με ένα κεντρικό στέλεχος (άτρακτος) και δύο κυρτούς βραχίονες, που προσαρμόζεται στην άκρη αλυσίδας ή συρματόσχοινου, αφήνεται να πέσει στο νερό, γαντζώνεται στον βυθό και χρησιμοποιείται για να κρατά το σκάφος στην ίδια περίπου θέση: ~ πλώρης/πρύμνης. ~ με καδένα/σχοινί. Βαρούλκο ~ας. Τραβάμε τις ~ες.|| (ειδικότ.) Πλωτή ~ (: για να μην παρασυρθεί το σκάφος από ρεύματα, π.χ. όταν ψαρεύει κάποιος). Βλ. δέστρα. 2. (μτφ.) καθετί που παρέχει σταθερότητα, λειτουργεί ως στήριγμα: ~ ασφάλειας/ελπίδας/σταθερότητας/σωτηρίας. Πβ. καταφύγιο. 3. ΠΛΗΡΟΦ. σημείο υπερκειμένου που αποτελεί την πηγή ή τον προορισμό ενός υπερσυνδέσμου. Βλ. λινκ. ● ΦΡ.: βίρα τις άγκυρες!: (ναυτικό παράγγελμα) σηκώστε τις άγκυρες: ~ ~ και όρτσα τα πανιά/και πρόσω ολοταχώς., ρίχνω άγκυρα 1. αγκυροβολώ, αράζω: Το πλοίο έριξε ~ στα ανοιχτά/στο λιμάνι. 2. (μτφ.) παραμένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα: Ο παίκτης έριξε ~ στην ομάδα, ανανεώνοντας το συμβόλαιό του., σηκώνω (την) άγκυρα 1. (για πλοίο) αποπλέω: Λύνουμε κάβους, ~ουμε ~ και σαλπάρουμε. 2. (μτφ.) (για πρόσ.) φεύγω, αναχωρώ. [< 1,2: αρχ. ἄγκυρα, γαλλ. ancre 3: αγγλ. anchor, 1988]

άδειος

άδειος, α, ο [ἄδειος] ά-δειος επίθ. 1. κενός, χωρίς περιεχόμενο: ~ος: θάλαµος/κάδος/κατάλογος (ΑΝΤ. πλήρης)/σάκος. ~α: μπαταρία (= αποφορτισμένη)/φιάλη. ~ο: αρχείο(/CD/DVD: χωρίς εγγραφές)/δοχείο/όπλο (: χωρίς γόμωση, σφαίρες)/πορτοφόλι/ποτήρι/ράφι/ρεζερβουάρ/στομάχι (: για κάποιον νηστικό)/χαρτί (πβ. άγραφο, λευκό)/ψυγείο. Πβ. αδειανός. Βλ. μισο~. ΑΝΤ. γεμάτος (1) 2. (κυρ. για χώρο) που δεν έχει συνήθ. ανθρώπους, εγκαταλελειμμένος, έρημος: ~ος: δρόμος. ~ο: γήπεδο/μαγαζί (από φιλάθλους/κόσμο, κυρ. καθ' υπερβολή). ~α: θρανία. Μίλησε σε ~ο αμφιθέατρο (: χωρίς ακροατήριο). ~ο σπίτι (: ξενοίκιαστο, χωρίς ανθρώπους ή έπιπλα).|| ~α: θέση (ΣΥΝ. ελεύθερη, κενή. ΑΝΤ. κατειλημμένη, πιασμένη). ~ο: δωμάτιο ξενοδοχείου (ΣΥΝ. διαθέσιμο)/τραπέζι εστιατορίου ή μπαρ (ΑΝΤ. ρεζερβέ). 3. (μτφ.) που δεν έχει πνευματικό ή συναισθηματικό περιεχόμενο, πλούτο: ~ος: άνθρωπος (: που δεν έχει ενδιαφέροντα). ~ες: μέρες/ώρες (: χωρίς νόημα, σκοπό, πβ. βαρετές, πληκτικές). ~ο: βλέμμα (= ανέκφραστο, απλανές). ~α: λόγια (= ανούσια, κούφια). Αισθάνομαι/μένω/νιώθω απίστευτα/εντελώς ~ (= κενός). ● ΣΥΜΠΛ.: άδεια ταμεία βλ. ταμείο, άδειο/κούφιο κεφάλι βλ. κεφάλι, η πολιτική της άδειας καρέκλας βλ. καρέκλα, σύνδρομο της άδειας φωλιάς βλ. φωλιά ● ΦΡ.: με άδεια χέρια & (προφ.) με αδειανά χέρια: χωρίς να προσφέρω ή να πετύχω κάτι: Πήγε επίσκεψη/ήρθε στο πάρτι ~ ~ (: χωρίς δώρο).|| Γύρισε/έφυγε ~ ~ (= άπρακτος). ΑΝΤ. με γεμάτα χέρια (1) [< γαλλ. les mains vides] , ρίχνω άδεια (για) να πιάσω γεμάτα: προσπαθώ να αποσπάσω πληροφορίες από κάποιον, προσποιούμενος άγνοια, αδιαφορία ή αναφέροντας άσχετα πράγματα., με άδειες τσέπες βλ. τσέπη [< μεσν. άδειος]

αέρας

αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]

ανάθεμα

ανάθεμα [ἀνάθεμα] α-νά-θε-μα ουσ. (ουδ.) {αναθέμ-ατος} 1. (επιφών.) ως έκφραση αγανάκτησης· κατάρα: ~ (σ') αυτόν που σ' έκανε (: καταραμένος να 'ναι)! ~ την τύχη μου! ~ στη φτώχεια μας! 2. κατάρα, αποκήρυξη· κατ' επέκτ. καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα: (μτφ.) Εισπράττει το ηθικό και πολιτικό ~. ΣΥΝ. αναθεματισμός (1) 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) αφορισμός: άρση του ~ατος. ● ΦΡ.: ανάθεμα (με) (κι) αν: για επίταση της άρνησης: ~ ~ κατάλαβα τι μου λες!, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... (ως κατάρα): για να δηλωθεί ότι κάποιος μετάνιωσε πικρά για κάτι: ~ ~ που σε γνώρισα!, πανάθεμα/(π') ανάθεμα (+ αιτιατ. κυρ. αδύνατου τ. προσ. αντων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, εκνευρισμού: ~ά με, όλο ανοησίες κάνω/~ά σας.|| (οικ.) Είναι και νοστιμούλης ~ ~ά τον (: χαριτολογία)!, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος & την πέτρα του αναθέματος: επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον για κάτι κακό: Του ~ουν ~ για ό,τι στραβό συμβαίνει., στ' ανάθεμα (ως επιφών., λαϊκό-υβριστ.): για δήλωση εκνευρισμού, στο(ν) διάολο: Άι ~ ~! [< 1,2: μτγν. ἀνάθεμα]

άπλετος

άπλετος, η, ο [ἄπλετος] ά-πλε-τος επίθ. (λόγ.): άφθονος, απεριόριστος: ~ος: φωτισμός/(ελεύθερος) χρόνος/χώρος (για ...). ~η: θέα.|| ~η: αγάπη/ελευθερία/χαρά. ~ες: γνώσεις/δυνατότητες/επιλογές. Πβ. άπειρος1, απέραντος. ● επίρρ.: άπλετα ● ΦΡ.: ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως (μτφ.): ξεσκεπάζω, δημοσιοποιώ, αποκαλύπτω κάτι: Θα πέσει/χυθεί ~ ~ στην υπόθεση του φόνου/στις συνθήκες του ατυχήματος. Είναι αποφασισμένος να ρίξει ~ ~ στο σκάνδαλο (ΑΝΤ. συσκοτίζω). Πβ. διαλευκαίνω, εξιχνιάζω. [< αρχ. ἄπλετος]

αυλαία

αυλαία [αὐλαία] αυ-λαί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΑΤΡ. βαριά κουρτίνα, παραπέτασμα που κλείνει και χωρίζει τη σκηνή θεάτρου από την πλατεία και συνεκδ. αρχή ή τέλος παράστασης: βελούδινη/κατακόκκινη ~. Άνοιγμα/κλείσιμο/πέσιμο της ~ας. Πβ. ριντό.|| Αυλαία (: στο τέλος θεατρικού κειμένου). ● ΦΡ.: κλείνει/πέφτει η αυλαία & ρίχνει/κατεβάζει (την) αυλαία 1. για το τέλος παράστασης ή σειράς παραστάσεων: (κατ' επέκτ., για τον θάνατο δημοσίου προσώπου, κυρ. καλλιτέχνη, συνήθ. στον δημοσιογραφικό λόγο) (Έπεσε η) ~ για τη μεγάλη ηθοποιό. Πβ. τίτλοι τέλους. 2. (γενικότ.) για λήξη θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Πέφτει απόψε η ~ για το/στο φεστιβάλ κινηματογράφου. Έριξε/κατέβασε ~ η δημοφιλής τηλεοπτική σειρά.|| Κλείνει αύριο η ~ της προεκλογικής περιόδου. [< γαλλ. baisser le rideau] , σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω [< μτγν. αὐλαία]

αυτί

αυτί [αὐτί] αυ-τί ουσ. (ουδ.) {αυτ-ιού | -ιών} & αφτί 1. ΑΝΑΤ. όργανο της ακοής του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, ειδικότ. το εξωτερικό τμήμα του: αριστερό/βουλωμένο/δεξί ~. Μεγάλα/μυτερά/πεταχτά ~ιά. Το έξω/έσω (= λαβύρινθος) ~. Τα οστάρια του μέσου ~ιού (βλ. σφύρα, άκμονας, αναβολέας). Η κυψελίδα (= το κερί)/ο λοβός/το τύμπανο (του) ~ιού. Ακουστικά/θερμόμετρο ~ιού. Αιμορραγία/πίεση/πόνος/φλεγμονή στο ~. Βουητό (πβ. βούισμα, εμβοή)/λοιμώξεις/παθήσεις (βλ. βαρηκοΐα, ωτίτιδα)/πλαστική (= ωτοπλαστική)/προστατευτικά (λ.χ. σε καπέλα)/τρύπημα (των) ~ιών. Ξύνει τ' ~ του. Κόλλησε το ~ του στην πόρτα, για να ακούσει ... (: αφουγκράζεται). Δεν ακούει από το ένα ~. Βουίζουν/καθάρισα/κλείνω/κοκκινίζουν/ξεβούλωσα τ' ~ιά μου. Μου μπήκε νερό στ' ~. Του είπε/(μτφ.) σφύριξε/ψιθύρισε κάτι στ' ~. Πιάνω κάποιον από το ~ (πβ. τραβώ το ~ κάποιου). Ο θόρυβος μας έσπασε/τρύπησε τ' ~ιά. Έχει ~ιά γαϊδάρου (: πολύ μεγάλα). Πβ. ους.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Βιονικό/ηλεκτρονικό ~. 2. ακουστική ή μουσική αντίληψη: Έχει γερό/εξασκημένο/καλό/μουσικό ~ και σωστή φωνή. Λόγια που ακούγονται απειλητικά/ευχάριστα στ' ~ιά. Πβ. ακοή. 3. (κατ' επέκτ.) μέρος αντικειμένου που μοιάζει με το εξωτερικό πτερύγιο του οργάνου της ακοής: ντοσιέ με ~ιά (: για άκρα που γυρίζουν προς το εσωτερικό). Τα ~ιά του βιβλίου.|| (ΝΑΥΤ.) Τα ~ιά του πλοίου (= πανιά· πβ. λατίνι). ● Υποκ.: αυτάκι (το): Τα ~ια της γάτας.|| Σκουφί με ~ια.|| (προφ.) Διπλά (")/μονά (') ~ια (= εισαγωγικά). ● Μεγεθ.: αυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αυτί της θάλασσας: ΒΙΟΛ. οστρακοειδές θαλάσσιο μαλάκιο με σχήμα αυτιού (επιστ. ονομασ. Haliotis asinina/tuberculata). Βλ. γαστερόποδα. [< γαλλ. oreille de mer] , πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά: υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσουν: Μην κουτσομπολεύεις, γιατί ~ ~. [< πβ. γαλλ. les murs ont des oreilles] , άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου (εμφατ.): είμαι απόλυτα βέβαιος για όσα άκουσα, ήμουν αυτήκοος μάρτυρας: Το ~ ~, δεν μπορεί κανείς να με διαψεύσει (βλ. είδα με τα ίδια μου τα μάτια)., ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί (μτφ.): είμαι σε εγρήγορση, για να ακούσω, να μάθω: Τεντώνει ~, για ν' ακούσει τι θα πούμε (= στήνει/βάζει αυτί). [< γαλλ. prêter l' oreille] , από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει: για να δηλωθεί ότι κάποιος αδιαφορεί για ό,τι του λένε: Δεν του δίνω καμία σημασία, ό,τι κι αν μου λέει ~ ~. ΣΥΝ. (ο) μπαινάκης (και) (ο) βγαινάκης [< γαλλ. cela lui entre par une oreille et lui sorte de l' autre] , είμαι όλος αυτιά & γεμάτος αυτιά: περιμένω να ακούσω με προσοχή και ενδιαφέρον: Αν έχεις καμιά καλή ιδέα, ~ ~., θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά!: ως απειλητ. έκφραση για επικείμενη τιμωρία: Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ~ ~! Βλ. τραβάω τ' αυτί., κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου & κάτι έφτασε στ' αυτιά μου (μτφ.): (για ανεξακρίβωτη πληροφορία) έμαθα κάτι, υπέπεσε στην αντίληψή μου: ~ ~, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Πήρε ~ ~ ότι χώρισαν., κλείνω τ' αυτιά μου & (σπανιότ.) βουλώνω/σφραγίζω: αποφεύγω, αρνούμαι να ακούσω κάτι που θα με δυσαρεστήσει ή δελεάσει. [< γαλλ. fermer l' oreille à ...] , μέχρι/ως τ' αυτιά: πάρα πολύ, υπερβολικά: Είναι μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Κοκκίνισε ~ ~ (: συνήθ. λόγω μεγάλης ντροπής).|| Μπήκε μέσα με ένα χαμόγελο ~ ~. [< αγγλ. up to the ears] , μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά: για κάποιον που επιμένει με ενοχλητικό τρόπο, με έπρηξε: ~ ~ να πάμε εκδρομή. Μας ~ ~ με τη γκρίνια του., μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά: με κουράζει, μου προκαλεί δυσφορία: Μου πήρε ~ με την πολυλογία της!, ρίχνω στ' αυτιά 1. βάζω κάποιον στη θέση του, του ασκώ σκληρή κριτική: Ήρθε για έλεγχο και τους έριξε ~. 2. είμαι, φαίνομαι ανώτερός του: Είναι αχτύπητη, σου ~ει ~! [< γαλλ. frotter les oreilles] , ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου: ταπεινώνομαι, ντροπιάζομαι: Έριξε ~ του κι έφυγε σιωπηλός. Μόλις άκουσα τα λόγια του, μου 'πεσαν τ' ~ιά. Γύρισαν/ήρθαν με κατεβασμένα ~ιά. Πβ. μου πέφτουν τα μούτρα, ρίχνω τα μούτρα μου. [< γαλλ. avoir l' oreille basse] , στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου): ακούω κρυφά ή/και προσεκτικά: Έστησα/έβαλα ~ να ακούσω τι λένε (= κρυφάκουσα).|| Στήσε αυτί και άκου! (= αφουγκράσου)., τραβάω τ' αυτί κάποιου: τον επιπλήττω ή τον τιμωρώ· κυρ. παλαιότ. η αντίστοιχη κίνηση με το χέρι., χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου: του λέω ό,τι θα του άρεσε να ακούσει, τον επαινώ, τον κολακεύω: Θέλουν να ακούσουν μόνο ό,τι ~ει ~ τους. Βλ. χρυσώνω το χάπι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου βλ. άλλος, από τ' αυτί και στο δάσκαλο βλ. δάσκαλος, δασκάλα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του βλ. γελώ, δεν ιδρώνει το αυτί (του) βλ. ιδρώνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, περήφανος στ' αυτιά βλ. περήφανος [< μεσν. αυτί(ν), αφτί, αρχ. ὠτίον, γαλλ. oreille, αγγλ. ear]

βάρος

βάρος βά-ρος ουσ. (ουδ.) {βάρ-ους | -η, -ών} 1. ΦΥΣ. βαρυτική δύναμη με την οποία ένα σώμα έλκεται από τη Γη· κυρ. κατ' επέκτ. το μέτρο αυτής της δύναμης, το πόσο ζυγίζει ένα σώμα σύμφωνα με αναγνωρισμένη μονάδα μέτρησης: το ~ της ατμόσφαιρας (= πίεση). Σώμα μικρού (= ελαφρύ)/μεγάλου (= βαρύ) ~ους. Συνολικό ~ ενός αντικειμένου σε γραμμάρια/κιλά. Το ~ μιας αποσκευής. Μονάδα ~ους. Υπολογισμός του ~ους κατά προσέγγιση. Φορτηγά με μέγιστο επιτρεπόμενο ~ μέχρι ... τόνους. Βλ. αντίβαρο, μάζα, όγκος.|| (για πρόσ.) Ιδανικό/περιττό σωματικό ~. Αύξηση/έλεγχος/μείωση/μέτρηση του ~ους. Δίαιτα για απώλεια/χάσιμο ~ους. Έχει κανονικό/σταθερό/φυσιολογικό ~. Χαμηλό/μικρό ~ γέννησης. Χάνω ~ (= αδυνατίζω). Διατηρώ/ελέγχω/προσέχω/ρυθμίζω το ~ μου. 2. (μτφ.) αίσθημα σωματικής ή ψυχολογικής πίεσης: Νιώθω ένα ~ στο κεφάλι/στην κοιλιά/στο στομάχι (πβ. δυσφορία, ενόχληση). Έχω ένα ~ στην καρδιά/στην ψυχή μου (πβ. πλάκωμα). Το έχω ~ στη συνείδησή μου (πβ. τύψεις). Ασήκωτο το ~ των υποχρεώσεων. Είναι μεγάλο ~ να ... Σε μένα έπεσε το ~ (= η ευθύνη). Έδιωξα το/μου έφυγε ένα ~ από πάνω μου (= απαλλάχτηκα, ανακουφίστηκα, λυτρώθηκα)! Το ~ της ηλικίας/των χρόνων. 3. κάθε υλικό σώμα που ζυγίζει πολύ: Δεν μπορώ να κουβαλήσω/μεταφέρω/σηκώσω μόνος μου τόσο ~. Πβ. φορτίο.|| Το ράφι θα σπάσει από το ~. 4. βαρύτητα, σημασία: Το ~ της παρουσίας κάποιου. Το ~ της λέξης. Η γνώμη/ο λόγος του έχει ~ (= κύρος). Συντελεστής ~ους της εξέτασης/της εργασίας.βάρη (τα) 1. ΑΘΛ. όργανο γυμναστικής που αποτελείται από μεταλλικούς δίσκους ποικίλης μάζας, προσαρμοσμένους στις άκρες μεταλλικής ράβδου: ασκήσεις/γυμναστική/προπόνηση με ~. Κάνω/σηκώνω ~. Πβ. αλτήρες, βαράκια. 2. (μτφ.) (οικονομικές) ευθύνες, υποχρεώσεις και η ψυχολογική πίεση που συνεπάγονται: δημόσια/φορολογικά ~ για τους πολίτες. 3. βαρίδια: (στην κατάδυση:) ~ πόντισης. Γιλέκο ~ών. 4. σταθμά, ζύγια: πρότυπα ~. ~ για ζυγαριά. Πβ. αντίβαρο. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών: ΑΘΛ. για την κατηγοριοποίηση κυρ. αθλητών ανάλογα με τα κιλά τους: Χρυσό μετάλλιο στην πυγμαχία, στην κατηγορία ~ ~. Αρσιβαρίστες βαρέων βαρών. Διπλό σκιφ ελαφρών βαρών ανδρών/γυναικών.|| Τετράκωπος ελαφρών βαρών.|| (μτφ.-ειρων.) Διανοούμενοι "ελαφρών βαρών". Πρόστιμο "βαρέων βαρών" (= καμπάνα)., (όλο) το βάρος της ευθύνης βλ. ευθύνη, άρση βαρών βλ. άρση, ατομικό βάρος βλ. ατομικός, ειδικό βάρος βλ. ειδικός, ιδανικό βάρος βλ. ιδανικός, ισοδύναμο βάρος βλ. ισοδύναμος, καθαρό βάρος βλ. καθαρός, κέντρο βάρους βλ. κέντρο, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μοριακό βάρος βλ. μοριακός, νεκρό βάρος βλ. νεκρός, οικογενειακά βάρη βλ. οικογενειακός, το βάρος (της) απόδειξης βλ. απόδειξη, τυπικό βάρος βλ. τυπικός, ωφέλιμο φορτίο/βάρος βλ. ωφέλιμος ● ΦΡ.: αλλήλων τα βάρη βαστάζετε: (αρχαιοπρ.) προτροπή για αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση και αλληλεγγύη: Για την πρόοδο της επιχείρησης απαιτείται σύμπραξη· ~ ~!, γίνομαι/είμαι βάρος/φόρτωμα (σε κάποιον) (προφ.): προκαλώ ενόχληση, ταλαιπωρία ή οικονομική επιβάρυνση: Δεν θέλω να σου ~ ~., δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι): επικεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή μου (αποκλειστικά) σε κάτι: ~ ~ στη δουλειά/στην οικογένεια., σε βάρος (κάποιου) & (λόγ.) εις βάρος: εναντίον κάποιου ή προς βλάβη, ζημία του: Ασκήθηκε (ποινική) δίωξη/εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εις ~ του.|| Ζει ~ ~ των άλλων (πβ. παράσιτο). Αισχροκέρδεια ~ ~ των καταναλωτών. Η καταστροφή του περιβάλλοντος αποβαίνει ~ ~ της ανθρωπότητας., υπό το βάρος (λόγ.) & κάτω από το βάρος: υπό την (ψυχολογική) πίεση: Γονάτισε/λύγισε ~ ~ των προβλημάτων/των χρεών.|| (κυριολ.) Οι ράμπες υποχώρησαν ~ ~ του οχήματος., βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω, ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας βλ. χρόνος [< αρχ. βάρος, γαλλ. poids, αγγλ. weight]

βόλτα

βόλτα βόλ-τα ουσ. (θηλ.): κάλυψη μικρής σχετικά απόστασης αμέριμνα και ξέγνοιαστα, με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο, για αναψυχή ή άσκηση: ανέμελη/κυριακάτικη/μοναχική/ρομαντική ~. ~ με το αυτοκίνητο/τη βάρκα (= βαρκάδα). ~ στο δάσος/στην εξοχή/στο κέντρο (ενν. της πόλης)/στο πάρκο. ~ στα μαγαζιά για ψώνια. Ατελείωτες ~ες με φίλους. Είσαι για μια/πάμε καμιά ~ (πβ. πάμε για καφέ); Βγήκε για την απογευματινή/πρωινή του ~. Κάνω (μια) ~. Βγάζω ~ τον σκύλο. Πβ. γύρα, γυροβολιά, περίπατος, σουλάτσο, τσάρκα.|| (μτφ.) ~ στο διαδίκτυο (= σερφάρισμα)/στο φόρουμ (= περιήγηση).βόλτες (οι) {σπάν. στον εν.} (προφ.) 1. σπειρώματα, ελικοειδείς αυλακώσεις βίδας. ΣΥΝ. στροφές. Πβ. βήμα, πάσο. 2. γύροι, περιστροφές: (σε συνταγή) Ρίχνουμε τα λαχανικά στην κατσαρόλα και τα φέρνουμε δυο ~ (= ανακατεύουμε). Φέρνει ~ γύρω από ... ● Υποκ.: βολτούλα & βολτίτσα (η) (οικ.): σύντομη βόλτα. ● ΦΡ.: κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες (προφ.): περιφέρομαι, τριγυρίζω (σε περιορισμένο χώρο): Οι τουρίστες ~ουν ~ στην προκυμαία. Έκανε/έκοβε/έφερνε ~ πάνω-κάτω/πέρα-δώθε (με το μηχανάκι/στη γειτονιά).|| Ένα ελικόπτερο ~ει ~ πάνω απ' τα κεφάλια μας. ΣΥΝ. βολτάρω, παίρνει την κάτω βόλτα (προφ.): ακολουθεί πτωτική, φθίνουσα πορεία· αντιμετωπίζει ατυχίες ή δυσκολίες: Η ζωή της έχει πάρει ~ (= πάει από το κακό στο χειρότερο). Η εταιρεία έχει αρχίσει να ~ ~ (πβ. πάει για/προς φούντο). ΣΥΝ. παίρνει την κατιούσα, παίρνει την πάνω βόλτα (προφ.) & (σπάν.) την άνω βόλτα: ακολουθεί ανοδική πορεία, παρουσιάζει θετική εξέλιξη ή σημάδια βελτίωσης: Οι μετοχές πήραν ~ (πβ. ανάκαμψη). ΣΥΝ. παίρνει την ανιούσα, περνάω μια βόλτα (προφ.): πηγαίνω ή έρχομαι κάπου: Πέρνα ~ από το μαγαζί/το πάρτι. Είπα να περάσω ~ να δω πώς είστε., τα φέρνω βόλτα/γύρα (προφ.): καταφέρνω να αντιμετωπίσω τα οικονομικά μου προβλήματα· γενικότ. ξεπερνώ τις δυσκολίες: Μόλις που τα ~ει ~. Βλ. δεν βγαίνω/βγαίνει.|| Δεν προλαβαίνει να τα φέρει ~ με τις δουλειές του σπιτιού. Πβ. τα βολεύω, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα., φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του (λαϊκό): χορεύει (συνήθ. ζεϊμπέκικο ή άλλους λαϊκούς χορούς)., φέρνω βόλτα (προφ.) 1. κουμαντάρω: ~ει ~ μόνη της μια ολόκληρη επιχείρηση. Πβ. κουλαντρίζω. 2. πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη: Κατάφερε να τον φέρει ~ (= τουμπάρει). ΣΥΝ. φέρνω κάποιον στα νερά μου [< μεσν. βόλτα 'στροφή' < ιταλ. volta]

βρέχω

βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες.βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]

γάντι

γάντι γά-ντι ουσ. (ουδ.) {γαντ-ιού | συνήθ. στον πληθ.}: εφαρμοστό κάλυμμα του χεριού που συνήθ. φτάνει μέχρι τον καρπό και φοριέται κυρ. για προστασία από το κρύο και τις υψηλές θερμοκρασίες: βαμβακερά/δερμάτινα/μάλλινα/ποδηλατικά/προστατευτικά ~ια. ~ια ασφαλείας/εργασίας/κήπου/κουζίνας/φούρνου. ~ια του μπέιζμπολ/μποξ. Ένα ζευγάρι ~ια.|| (ΙΑΤΡ.) Αποστειρωμένα/ελαστικά/εξεταστικά/χειρουργικά ~ια. ~ια με πούδρα. ~ια μιας χρήσης.|| (μτφ., για μποξέρ ή τερματοφύλακα) Κρέμασε τα ~ια (= αποσύρθηκε). ● Υποκ.: γαντάκι (το) ● ΦΡ.: έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί (μτφ.-προφ.): είναι φτιαγμένο για κάποιον, του αρμόζει απόλυτα: Το φόρεμα τής ~ ~. O ρόλος τού ~ ~.|| Αυτό που είπες ~ γάντι με την/στην περίσταση., με το γάντι (μτφ.): διακριτικά, με τρόπο: Ασκεί κριτική ~ ~. Της φέρεται ~ ~ (= με ευγένεια).|| (ειρων.) Τον έσφαξε ~ ~ ( = με το βαμβάκι)., πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον (μτφ.): τον προκαλώ: Του έριξε/πέταξε ~, αλλά δεν απάντησε στην πρόκληση. [< γαλλ. jeter le gant] , σηκώνω το γάντι (μτφ.-προφ.): δέχομαι την πρόκληση. [< γαλλ. gant]

γιαλός

γιαλός για-λός ουσ. (αρσ.) (λογοτ.): ακτή, παραλία. Πβ. αιγιαλός. ● ΦΡ.: βάρκα γιαλό (ειρων.): για να δηλωθεί τράνταγμα, ταρακούνημα· πάνω-κάτω: Το αυτοκίνητο πήγαινε ~ ~., γιαλό-γιαλό: κατά μήκος της ακρογιαλιάς, σε ρηχά θαλασσινά νερά: Η βαρκούλα πάει ~ ~. ΣΥΝ. κόστα-κόστα, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε (ειρων.): μοναδικοί υπεύθυνοι για μια δυσάρεστη κατάσταση είμαστε εμείς οι ίδιοι και όχι η κατάσταση., κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό (παροιμ.): ως προτροπή για ανιδιοτελή προσφορά, χωρίς να περιμένει κανείς αντάλλαγμα. [< μεσν. γιαλός]

δαγκωτός

δαγκωτός, ή, ό δα-γκω-τός επίθ. (προφ.-εμφατ.) 1. που γίνεται με δάγκωμα. 2. (μτφ.) που πραγματοποιείται χωρίς ενδοιασμούς, με βεβαιότητα: ~ή: ψήφος. ● επίρρ.: δαγκωτά ● ΦΡ.: ρίχνω/ψηφίζω (μαύρο) δαγκωτό: δίνω ψήφο σε κάποιον ή κάτι με πάθος, με φανατισμό: Ψήφισαν ~ τον ... Θα το ρίξω ~ στην κάλπη. Πβ. υπερψηφίζω.|| (κατ' επέκτ.) Προτείνω διακοπές στο βουνό δαγκωτό! ΔΑΓΚΩΤΟΣ

έξω

έξω [ἔξω] έ-ξω επίρρ. 1. μακριά από το εσωτερικό ή το κέντρο ενός χώρου: Περίμενέ με ~ κι έρχομαι. Μπείτε, μη στέκεστε ~! Κλειδωθήκαμε (απ') ~. Βγήκε/πετάχτηκε μια στιγμή ~ (: απουσιάζει προσωρινά από τον χώρο εργασίας ή το σπίτι). Μπορώ να πάω ~ (: άδεια για αποχώρηση, συνήθ. από την τάξη); Περάστε ~, κύριε! Κοίτα/σκύψε ~ (ενν. από το παράθυρο) και πες μου τι γίνεται. Έχει ήλιο ~. ~ φυσάει/χιονίζει. Καφενεία με τα τραπεζάκια ~ (: στην πλατεία).|| (επίρρ. + έξω) Είναι κανείς εκεί ~;|| (+ από) ~ από τον γαλαξία μας/το κτίριο/το χωριό. Δυνάμεις ~ από μας. Διαμαρτυρία ~ από τη Βουλή. Στάθηκε ~ από την πόρτα. Γυμναστείτε μέσα και ~ από το νερό. Άφησαν τα σκουπίδια ~ από τους κάδους. Φοράει το πουκάμισο ~ από το παντελόνι (πβ. απέξω). Βλ. παρα~. ΑΝΤ. μέσα (1) 2. (ειδικότ.) εκτός οικίας και κατ' επέκτ. (για ανάθεση έργου) σε επαγγελματίες: Θέλει όλο να βγαίνει ~. Τις Κυριακές τρώμε ~.|| Τα χαλιά τα δίνουμε ~. 3. (σ)το εξωτερικό: Σκέφτομαι να κάνω ~ διδακτορικό. Παράγγειλα από ~ βιβλία. 4. (ως επιφών.) σε προσταγή: ~ το στήθος (: ώστε να είναι προτεταμένο), ψηλά το κεφάλι!|| (για αποπομπή, αποδοκιμασία ή απευχή:) ~ από 'δω! ~ αμέσως/γρήγορα/τώρα! ~ οι κλέφτες/οι τραμπούκοι (ΑΝΤ. ζήτω)! Φτου, ~ από μας (πβ. μακριά από μας)! 5. εκτός: Σκεφθείτε κάτι άλλο, ~ από τις αρρώστιες. Πβ. εξόν. ● Ουσ.: έξω (το) 1. το εξωτερικό μέρος ή ο εξωτερικός χώρος: το ~ του αβγού (= το τσόφλι)/της μπανάνας (= η φλούδα)/του σπιτιού.|| Ο αδερφός μου είναι του μέσα κι εγώ του ~ (: προτιμώ την παραμονή και διασκέδαση εκτός οικίας). ΑΝΤ. μέσα 2. για αυτόν που βρίσκεται εκτός: οι ~ από τις πόλεις.|| (ως επίθ.) Ο ~ Ελληνισμός (: οι ομογενείς). (ΑΝΑΤ.) Το ~ ους. ΑΝΤ. έσω. ● ΦΡ.: απ' έξω-απ' έξω & απέξω-απέξω (προφ.): με έμμεσο τρόπο, πλαγίως: Έριξε ~ ~ την ιδέα. Της το 'φερε ~ ~, για να δει πώς θα αντιδράσει. ΑΝΤ. ευθέως, χωρίς περιστροφές, έξω-έξω (εμφατ.): άκρη-άκρη, στο χείλος: Κολυμπά ~ ~, στα ρηχά. Μην πατάς ~ ~ στην πισίνα, θα γλιστρήσεις.|| (ως ουσ.) Το ~ ~ του καλαμποκιού δεν τρώγεται., έριξε έξω (προφ.): (συνήθ. για επιχείρηση) κατέστρεψε οικονομικά: ~ ~ την τράπεζα. Βλ. πέφτω έξω., μένω (απ') έξω (μτφ.-προφ.): δεν συμμετέχω, αποκλείομαι: Η ομάδα έμεινε έξω από το κύπελλο. , μέσα έξω & μέσα-έξω (προφ.) 1. (το/τα) για εσωτερικό τμήμα (κυρ. ρούχου) που γίνεται εξωτερικό: Οι κάλτσες είναι το ~ ~. Γύρισε τα γάντια/το παντελόνι το/τα ~ ~. Πβ. ανάποδα, από την ανάποδη.|| (μτφ.) Με τις φωτογραφίες του βγάζει το ~ ~ των ανθρώπων. Τα ανέτρεψε όλα, έφερε τα ~ ~. Βλ. πάνω κάτω. 2. και μέσα και έξω ή πότε μέσα, πότε έξω: Βάψαμε την πολυκατοικία ~-~.|| Νοσοκόμες και γιατροί πήγαιναν ~-~ (= μπαινόβγαιναν) συνεχώς. Πβ. μπες-βγες., μια/μία κι έξω (προφ.): οριστικά ή με μία προσπάθεια: Να το ξεκαθαρίσουμε ~ ~. Το θέμα πρέπει να τελειώσει ~ ~. Το τσιγάρο κόβεται ~ ~, όχι σταδιακά. Πβ. άπαξ (και) διά παντός, διαμιάς, μια (και) για πάντα.|| Αγώνας ~ ~ (: με σύστημα νοκ άουτ, χωρίς ρεβάνς, επαναληπτικό)., πέφτω έξω 1. σφάλλω, απατώμαι: Διορθώστε με αν κάπου ~ ~. Οι μετεωρολόγοι δεν έπεσαν ~. Αν δεν ~ ~ στις εκτιμήσεις/στους υπολογισμούς μου, ... 2. αποτυγχάνω οικονομικά, χρεοκοπώ: Έπεσε ~ και το έκλεισε το μαγαζί. Έπεσαν ~ οι δουλειές του. Βλ. έριξε έξω., προς τα έξω 1. προς το εξωτερικό μέρος: πέλματα στραμμένα ~ ~. Η πόρτα ανοίγει από μέσα ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) προς τους άλλους: Η εικόνα που δίνει ~ ~. Βγάζει ~ ~ (= εκδηλώνει) την αγωνία του., στα μέσα και στα έξω (προφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ.): για πρόσωπο που παίζει βασικό ρόλο σε έναν χώρο, γιατί έχει μεγάλη επιρροή ή δύναμη, διαθέτει σημαντικές γνωριμίες: Είναι ~ ~ του κόμματος/της κυβέρνησης/του υπουργείου. Βρίσκεται ~ ~. Πβ. κόβει και ράβει, λύνει και δένει., το ρίχνω έξω (προφ.): ξεδίνω, ξεσκάω: Πρέπει και κάπου-κάπου να το ~ουμε ~. Είπα να το ρίξω ~. Πβ. γλεντώ, διασκεδάζω., (κάτι) είναι έξω απ' τα χωράφια μου βλ. χωράφι, απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα βλ. κούκλα, απέξω/απ' έξω κι από μέσα βλ. απέξω, βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) βλ. καράβι, δεύρο έξω! βλ. δεύρο, έξω από τα νερά μου βλ. νερό, έξω από τα πράγματα βλ. πράγμα, έξω καρδιά βλ. καρδιά, έξω φρενών βλ. φρένες, κι έξω από την πόρτα! βλ. πόρτα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, ο έξω κόσμος βλ. κόσμος, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, πέρα/έξω από κάθε λογική βλ. λογική, τον πέταξε έξω/έδιωξε (κακήν κακώς/με τις κλοτσιές) βλ. πετώ ● βλ. απέξω [< αρχ. ἔξω]

θρόνος

θρόνος θρό-νος ουσ. (αρσ.) 1. κάθισμα με συνήθ. πολυτελή και περίτεχνη διακόσμηση, προορισμένο για μονάρχη ή αρχιερέα σε επίσημες περιστάσεις: μαρμάρινος/μεγαλοπρεπής/ξύλινος/πέτρινος/σκαλιστός/χρυσός ~. Ο ~ του βασιλιά. ~, κορώνα και σκήπτρο. Η αίθουσα του ~ου.|| Ο (αρχ)ιερατικός/παπικός ~. Βλ. σύνθρονο.|| (στο αρχαίο θέατρο) Οι ~οι (: οι θέσεις) των επισήμων. 2. (συνεκδ., συχνά με κεφαλ. Θ) το αξίωμα και η εξουσία μονάρχη, ο αντίστοιχος θεσμός· ο ίδιος ο μονάρχης και η Αυλή του· γενικότ. πρώτη θέση: διάδοχος/διεκδικητής/κληρονόμος/μνηστήρες/σφετεριστής του ~ου. Κατάληψη του ~ου. Ανάρρηση/(επ)άνοδος/εκλογή στον ~ο. Πτώση από τον ~ο. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στον ~ο. Ανέβηκε/ανήλθε στον ~ο (= ενθρονίστηκε).|| (ως θεσμός:) Ο ~ δέχτηκε μεγάλο πλήγμα. Πβ. βασιλεία, στέμμα.|| (ως πρόσωπο:) Ανάμιξη του ~ου στα πολιτικά πράγματα. Ο ~ αποφάσισε να ... Πβ. ανάκτορα, παλάτι.|| (μτφ.) Η εθνική ομάδα επέστρεψε στον ~ο της. Παρέμεινε στον ~ο της ποπ/του πρωταθλητή. Τον γκρέμισε από τον ~ο του. Πβ. κορυφή. 3. ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα: Έμεινε κενός/χήρεψε ο πατριαρχικός ~.Θρόνοι (οι): ΕΚΚΛΗΣ. ένα από τα εννέα αγγελικά τάγματα. ● ΣΥΜΠΛ.: δεσποτικός/επισκοπικός θρόνος: που βρίσκεται στο δεξιό τμήμα του μεσαίου κλίτους της εκκλησίας ή σπανιότ. στο ιερό βήμα και προορίζεται για μητροπολίτη ή επίσκοπο, όταν αυτός χοροστατεί σε ακολουθία. ΣΥΝ. δεσποτικό (1), ο θρόνος των Χρυσανθέμων: το αυτοκρατορικό αξίωμα της Ιαπωνίας., ο Οικουμενικός Θρόνος: ΕΚΚΛΗΣ. το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη· συνεκδ. ο ίδιος ο Πατριάρχης· κατ' επέκτ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο: ο καθ’ ημάς/πάνσεπτος ~ ~. Οι Ιεράρχες/ο Προκαθήμενος του ~ού ~ου. Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του ~ού ~ου., αρχιεπισκοπικός θρόνος βλ. αρχιεπισκοπικός ● ΦΡ.: έπεσε από τον θρόνο & έχασε τον θρόνο του (κυριολ. κ. μτφ.): εκθρονίστηκε., κατέβα (λιγάκι) απ' τον θρόνο σου! (μτφ.-προφ.): μην είσαι τόσο υπερήφανος, εγωιστής, υπεροπτικός., ρίχνω κάποιον από τον θρόνο του (κυριολ. κ. μτφ.): τον εκθρονίζω., ανεβάζω κάποιον στην εξουσία/στον θρόνο βλ. ανεβάζω [< αρχ. θρόνος]

Καιάδας

Καιάδας Και-ά-δας ουσ. (αρσ.): στη ● ΦΡ.: ρίχνω/πετάω/οδηγώ (κάποιον) στον Καιάδα: ως δήλωση της περιθωριοποίησης ή της σκληρής μεταχείρισης που υφίστανται άτομα τα οποία θεωρούνται προβληματικά ή κατώτερα: Οι άνεργοι οδηγούνται ~ της εξαθλίωσης. [< αρχ. καιάδας]

κανόνι

κανόνι κα-νό-νι ουσ. (ουδ.) {κανον-ιού} 1. (παλαιότ.) ογκώδες πυροβόλο όπλο που εκτόξευε βαριά σφαιρικά βλήματα μέσω ενός απλού μεταλλικού σωλήνα· κατ' επέκτ. σωληνοειδής εκτοξευτής: οι μπάλες του ~ιού. Τείχη με πολεμίστρες και ~ια. Πλοία με ~ια (πβ. τηλεβόλο). Εκπυρσοκρότησε/έσκασε το ~. Βλ. μπομπάρδα.|| (μτφ.) Με έχει στη μπούκα του ~ιού (: σε δυσμένεια).|| (σε πυροσβεστικό όχημα) ~ νερού. Πότισμα/ψεκαστικό με ~. ΣΥΝ. καταιονη-, ψεκασ-τήρας. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ καλός ή ικανός: αυτοκίνητο/μαθητής ~. ● Υποκ.: κανονάκι (το) ● ΦΡ.: βαράει/ρίχνει/σκάει κανόνι (μτφ.): χρεοκοπεί: Πολλά μικρά καταστήματα βάρεσαν ~ (= βάρεσαν διάλυση, φαλίρισαν). Έσκασαν τα πρώτα κανόνια στην αγορά.|| (κατ' επέκτ.) Θα σκάσει το ~ της οικονομικής κατάρρευσης (: θα αποκαλυφθεί). [< ιταλ. cannone]

καντήλι

καντήλι κα-ντή-λι ουσ. (ουδ.) {καντηλ-ιού | -ιών}: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό δοχείο με λάδι και φιτίλι ή/και η θήκη μέσα στην οποία τοποθετείται, το οποίο καίει μπροστά από εικονίσματα Αγίων ή φωτογραφίες αγαπημένων νεκρών προσώπων ή στους τάφους: επιτραπέζιο/κρεμαστό (= καντήλα) ~. Aσημένια ~ια. Υπό το φως των ~ιών. Τρεμοσβήνει το ~. Βλ. λυχνάρι.|| Hλεκτρικό ~ (: με λαμπτήρα).|| (μτφ.) Κρατούν το ~ της μνήμης αναμμένο. Όσο καίει το ~ μου (: όσο ζω), θα ...καντήλια (τα) (λαϊκό): βρισιές: Θα πέσουν πολλά ~ (= μπινελίκια)! Τους άρχισε στα ~!|| Φιρί φιρί το πάει ν' ακούσει κανένα ~ι (= βρισίδι)! ● Υποκ.: καντηλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακοίμητη κανδήλα/ακοίμητο καντήλι βλ. ακοίμητος ● ΦΡ.: έσβησε το καντήλι του & (σπάν.) σώθηκε το λάδι του (λαϊκό): πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. σώθηκαν οι μέρες του, κατεβάζω/ρίχνω καντήλια (λαϊκό): βρίζω, βλασφημώ. ΣΥΝ. καντηλιάζω, κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες [< μεσν. καντήλι]

καράβι

καράβι κα-ρά-βι ουσ. (ουδ.) {καραβ-ιού | -ιών} (προφ.): ΝΑΥΤ. πλοίο: εμπορικό/ιστιοφόρο/πειρατικό/πολεμικό ~. Το ~ της γραμμής. Το αμπάρι/το κατάρτι/το κατάστρωμα/η κουπαστή/ο κυβερνήτης (= καπετάνιος)/τα πανιά/το πλήρωμα/η πλώρη/η πρύμνη του ~ιού. Αράζει/βούλιαξε/έρχεται/ναυάγησε/ρίχνει άγκυρα/σαλπάρει/φεύγει το ~. Ταξιδεύω με ~. Έχει ~ια (= είναι εφοπλιστής). Δουλεύει/εργάζεται στα ~ια (= είναι ναυτικός). Έφυγε/πήγε στα ~ια (= μπάρκαρε). (προφ.) Τι ώρα έχει ~ για ...; Πβ. βαπόρι, ναυς. Βλ. βάρκα, σαπιοκάραβο.|| (μτφ., για χώρα:) Ακυβέρνητο ~.|| (ομοίωμα ~ιού:) Ξύλινο/χάρτινο ~. (ΛΑΟΓΡ.) Στολισμός ~ιού (: τα Χριστούγεννα). ● Υποκ.: καραβάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αργοκίνητο καράβι (προφ.-ειρων.): (για πρόσ.) αργόστροφος, νωθρός· (για μηχάνημα ή σύστημα) αργός. Πβ. τα ζώα μου αργά. ● ΦΡ.: βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) (προφ.-ειρων.): για πρόσωπο κακόκεφο και σκυθρωπό, χωρίς προφανή αιτία: Τι έπαθες και δεν μιλάς; Σου ~ ~;, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν (παροιμ.): στην περίπτωση που κάποιος ασχολείται με ασήμαντες υποθέσεις, ενώ εκκρεμούν άλλες πολύ πιο σοβαρές. ΣΥΝ. εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται, μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες (παροιμ.): όσο πιο σημαντικές υποθέσεις αναλαμβάνει κάποιος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες του., οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι (παροιμ.): όταν ανακατεύονται πολλά άτομα σε μια υπόθεση, συνήθ. δεν επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, πολλές μαμές, στραβό το παιδί, το νινί/το μουνί σέρνει καράβι: για τη δύναμη της γυναίκας να ασκεί επίδραση στον άνδρα. [< μτγν. καράβιον ‘πλοίο’, μεσν. καράβι < αρχ. κάραβος ‘αστακός ή καραβίδα’ και μεσν. ‘φελούκα’]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

κλήρος

κλήρος [κλῆρος] κλή-ρος ουσ. (αρσ.) 1. δελτίο, χαρτάκι, μπαλάκι όπου αναγράφεται συνήθ. αριθμός ή όνομα και το οποίο τραβιέται από κληρωτίδα, για να επιλεγεί κάποιος ή κάτι τυχαία· συνεκδ. κλήρωση: Ο ~ έπεσε στον ... (: κέρδισε ο ...). Τράβηξε τον ~ο με το νούμερο ... Πβ. λαχνός.|| Ορίστηκε εισηγητής με ~ο. Σε περίπτωση ισοψηφίας η εκλογή αποφασίζεται με ~ο. 2. ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των ιερωμένων: ανώτερος (βλ. επίσκοπος)/βυζαντινός/ιερός/κατώτερος (βλ. υποδιάκονος, ψάλτης)/ορθόδοξος ~. ~ και λαός. Εκπρόσωπος/ηγεσία του ~ου. Πβ. ιερατείο. Βλ. λαϊκός. 3. έκταση, κομμάτι γης ή κυρ. έγγεια ιδιοκτησία προσώπου ή χώρας: αγροτικός ~. Ο μέσος γεωργικός ~. Μικρός και πολυτεμαχισμένος ~. Εκμίσθωση/μεταβίβαση ~ου. Παραγωγοί με μεγάλο ~ο. Πβ. κληροτεμάχιο. Βλ. άκληρος. 4. (μτφ.-παλαιότ.) τύχη, μοίρα: κοινός ~. Πβ. ριζικό. 5. ΝΟΜ. κληρονομιά ή μερίδιο κληρονομιάς. ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου & (σπάν.) κλήρου αγωγή: ΝΟΜ. με την οποία ο πραγματικός κληρονόμος ζητά από τον νομέα της κληρονομιάς να του αποδώσει το σύνολο ή μέρος της., βάζω (κάποιον/κάτι) σε/στον κλήρο: κληρώνω., έπεσε/έλαχε (βαρύς) ο κλήρος (σε κάποιον) (μτφ.): είχε την τύχη να, ήταν της μοίρας του να: Σε μένα ~ ~ ν' ανακοινώσω τα δυσάρεστα., ρίχνω κλήρο: κάνω κλήρωση: Πριν το παιχνίδι, ~ουν ~ για το ποια ομάδα θα παίξει πρώτη. [< 1,3-5: αρχ. κλῆρος 2: μτγν. ~]

κρεβάτι

κρεβάτι κρε-βά-τι ουσ. (ουδ.) {κρεβατ-ιού | -ιών} 1. έπιπλο με στρώμα, πάνω στο οποίο κοιμάται ή ξεκουράζεται κάποιος: ανατομικό/διπλό/μεταλλικό/μονό/νυφικό (βλ. παστάδα)/ξύλινο/παιδικό/πτυσσόμενο/χαμηλό/ψηλό ~. ~ εκστρατείας (= ράντζο)/μωρού (βλ. κούνια). ~ με κουνουπιέρα/ουρανό. Καναπές-~. ~ κουκέτα. Ντιβάνι/πολυθρόνα που γίνεται ~. Κάλυμμα/κουβέρτα ~ιού. Το κεφαλάρι/τα πόδια του ~ιού. Τελάρα ~ιών. Παραμονή στο ~ (για ασθενή). Ανακάθισε/ξάπλωσε στο ~. Να στρώσεις/φτιάξεις το ~ σου (: τα σεντόνια και σκεπάσματα). Έβαλε τα παιδιά στο ~ (: τα κοίμισε). Γρήγορα στο ~ (= για ύπνο)!|| (κυρ. για ιατρική χρήση) Εξεταστικό/ηλεκτρικό/πολύσπαστο/χειρουργικό ~. 2. κλίνη· κατ' επέκτ. δωμάτιο νοσοκομείου ή ξενοδοχείου: ~ νοσηλείας. Ψάχνουν για ~ στην εντατική.|| Ο ξενώνας διαθέτει σαράντα ~ια. 3. (προφ.) σεξουαλική πράξη. Πβ. πήδημα, σεξ, συνουσία. 4. έθιμο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο οι καλεσμένοι των μελλονύμφων αφήνουν χρήματα στο νυφικό κρεβάτι. ● Υποκ.: κρεβατάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κρεβάτι του πόνου: για ασθενή που υποφέρει, συνήθ. από σοβαρό πρόβλημα υγείας: Βρίσκεται καθηλωμένη στο ~ ~., κλίνη/κρεβάτι του Προκρούστη βλ. Προκρούστης ● ΦΡ.: είμαι/μένω στο κρεβάτι: είμαι άρρωστος, κλινήρης., πέφτω στο κρεβάτι 1. ξαπλώνω σε αυτό ή πάω για ύπνο. Πβ. κοιμάμαι. 2. αρρωσταίνω: Έπεσε ~ ~ με ίωση., ρίχνω στο κρεβάτι (προφ.) ΣΥΝ. κρεβατώνω 1. {στο γ' πρόσ.} για αρρώστια που καταπονεί τον οργανισμό: Η γρίπη την έριξε ~ ~ με πυρετό. 2. (συνήθ. για άντρα) καταφέρνω κάποιον να κάνει έρωτα μαζί μου., σηκώνομαι από το κρεβάτι 1. ξυπνώ: Σηκώθηκε ~ νωρίς/με πονοκέφαλο. 2. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι., (κάνει) σαν τη χήρα στο κρεβάτι βλ. χήρα, δώσε θάρρος στον/του χωριάτη, να σ' ανέβει/και θ' ανέβει στο κρεβάτι βλ. χωριάτης, χωριάτισσα [< μεσν. κρεβάτι(ον)]

λάδι

λάδι λά-δι ουσ. (ουδ.) {λαδ-ιού | -ιών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λιπαρό υγρό που λαμβάνεται από τον καρπό ιδ. της ελιάς ή άλλων φυτών και χρησιμοποιείται κυρ. ως τροφή: (ελαιόλαδο:) αγνό/αρωματικό/βιολογικό/παρθένο (βλ. αγουρέλαιο)/ραφιναρισμένο ~. ~ και ξίδι (= λαδόξιδο). Αντλία/δοχείο (βλ. λαδερό) ~ιού. Ένας τενεκές ~. Λεκέδες από ~ (= λαδιές). Η οξύτητα του ~ιού. Λιαστές ντομάτες (διατηρημένες) σε ~. Μόλις κάψει το ~ στην κατσαρόλα, ... Ρίχνω ~ στη σαλάτα. Αλείφω το κρέας με ~. Τσιγαρίζουμε τα κρεμμύδια στο ~. Βλ. λαδο-, πυρηνέλαιο.|| (σπορέλαιο:) Μαγειρικό/φυτικό ~. ~ τηγανίσματος. Βλ. βαμβακ-, ηλι-, καλαμποκ-, σησαμ-, σογι-, φοινικ-έλαιο.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αγιασμένο ~. Βλ. Άγιο Μύρο, ευχέλαιο. 2. (γενικότ.) κάθε παχύρρευστο, εύφλεκτο και αδιάλυτο στο νερό υγρό φυτικής, ζωικής ή ορυκτής προέλευσης, με ποικίλες εφαρμογές, π.χ. στην κοσμετολογία και τη φαρμακευτική, τη λίπανση μηχανών, τον φωτισμό: ~ καρύδας/μαστίχας (= καρυδ-/μαστιχ-έλαιο). Βλ. αιθέρια έλαια.|| (καλλυντικό με ελαιώδη υφή:) Αντηλιακό/βρεφικό/ξηρό ~. ~ σώματος. (Θερμαντικό) ~ για μασάζ.|| ~ φάλαινας/φώκιας. Βλ. ιχθυ-, μουρουν-έλαιο.|| (ως λιπαντικό:) ~ σιλικόνης. (σε όχημα:) Συνθετικά ~ια. Αμορτισέρ/δείκτης/θερμοκρασία/τρόμπα/φίλτρο/ψυγείο ~ιού. Αλλάζω/ελέγχω τα ~ια του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας καίει ~ια. Πβ. λιπαντ-, μηχαν-, ορυκτ-έλαιο.|| (ως καύσιμο:) Καλοριφέρ/λάμπα (βλ. παραφινέλαιο) ~ιού. Βλ. πετρέλαιο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Χρώματα ~ιού (= ελαιοχρώματα). 3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (προφ.) ελαιογραφία: ~ σε καμβά/μουσαμά/ξύλο/χαρτί/χαρτόνι. ● Υποκ.: λαδάκι (το): στη σημ.1. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρό λάδι (προφ.): μούργα. ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι (προφ.): τον γλιτώνω από δύσκολη κατάσταση· απαλλάσσομαι, γλιτώνω, ξεφεύγω χωρίς συνέπειες: Ο δικηγόρος του κατάφερε να τον βγάλει ~.|| Τελικά την έβγαλε ~ (= την έβγαλε καθαρή)., βγάζω σε κάποιον το λάδι (προφ.): τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω πολύ: Μου 'χει βγάλει ~ αυτό το παιδί (= μου 'χει ψήσει το ψάρι στα χείλη)!, ρίχνω λάδι στη φωτιά (μτφ.): οξύνω, υποδαυλίζω μια ήδη τεταμένη κατάσταση: Έριξε ~ ~ με τις δηλώσεις του. [< γαλλ. jeter de l'huile sur le feu] , χάνει λάδια 1. (προφ., για όχημα) έχει διαρροή λαδιών. 2. (αργκό) για κάποιον που δεν συμπεριφέρεται λογικά ή για κάτι που δεν λειτουργεί σωστά: Μη δίνεις σημασία, ο άνθρωπος ~ ~. ΣΥΝ. χάνει στροφές (1), έσβησε το καντήλι του βλ. καντήλι, η θάλασσα είναι λάδι βλ. θάλασσα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο βλ. τρεις, τρεις, τρία [< μεσν. λάδι, γαλλ. huile]

λάσπη

λάσπη λά-σπη ουσ. (θηλ.) 1. μείγμα από χώμα, νερό και, συχνά, άλλα υλικά: δρόμος γεμάτος ~ες από τη βροχή (βλ. γλίτσα). Το αυτοκίνητο κόλλησε στη ~. Μες στις ~ες.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~ κτισίματος (= κονίαμα). Φτωχικά σπίτια από ~. Πβ. πηλός. Βλ. πλίνθος.|| (ΓΕΩΛ., στον πυθμένα θαλασσών, λιμνών και ποταμών:) ~ οργανικών και ανόργανων ουσιών (= ιλύς). Επάλειψη με ιαματική ~ (= λασποθεραπεία). Βλ. άργιλος, βυθοκορήματα, ίζημα, κατακάθι, οινο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ στη χολή (: παθολογική σε πυκνότητα χολή).|| (μτφ.) Τα μακαρόνια έγιναν ~ (= λάσπωσαν). 2. (ειδικότ.) λυματολάσπη: βιολογική/τοξική ~. Επεξεργασία/ξήρανση ~ης (βλ. εδαφοποίηση). 3. (μτφ.) συκοφάντηση: πολιτική ~ (πβ. δυσφήμιση, λασπολογία). Επίθεση/πόλεμος ~ης (= λασποπόλεμος) κατά ... (πβ. λασπομαχία). Δέχεται ~ από παντού. 4. (μτφ.) ανηθικότητα: Βουλιάζει/έπεσε/κυλίστηκε στη ~. Πβ. βόρβορος, βούρκος, οχετός, σαπίλα, σήψη. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη λάσπη & (λόγ.) ερυθρά ιλύς: ΟΙΚΟΛ. τοξικό στερεό απόβλητο που προκύπτει κατά τη διαδικασία παραγωγής αλουμινίου από βωξίτη και περιέχει βαρέα μέταλλα, όπως μόλυβδο, τιτάνιο, χρώμιο και κοβάλτιο: περιβαλλοντική καταστροφή από ~ ~. [< αγγλ. red mud] ● ΦΡ.: (το) κόβω λάσπη (μτφ.-αργκό): φεύγω, συνήθ. βιαστικά και κρυφά: Στα δύσκολα ~ει ~ (= λακίζει). Μόλις είδε τους αστυνομικούς, το ~ψε ~ (= το 'βαλε στα πόδια, την έκανε, την κοπάνησε)., πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα (μτφ., συνήθ. στον δημοσιογραφικό κ. πολιτ. λόγο): εκτοξεύω συκοφαντίες προς κάθε κατεύθυνση. Πβ. λασπολογώ. Βλ. (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους., ρίχνω/πετάω λάσπη (μτφ.-προφ.): συκοφαντώ: Μας ρίχνουν ~ συνεχώς. Πετάνε ~ κι όπου πιάσει. Ρίχνουν/πετούν ~ εναντίον ... ΣΥΝ. λασπολογώ, όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί βλ. νύχτα, χόρευε στη βροχή/στη λάσπη βλ. χορεύω [< μεσν. λάσπη, γαλλ. boue]

λύκος

λύκος λύ-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Canis lupus) που μοιάζει με μεγάλο άγριο σκύλο, έχει φαιό τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι με δυνατές γνάθους και χαρακτηριστικούς μεγάλους κυνόδοντες, όρθια αυτιά, ψηλά πόδια και φουντωτή ουρά: γκρίζος/κόκκινος ~. Επίθεση ~ου σε κοπάδι από πρόβατα. Αγέλη ~ων. Αλύχτισμα/κραυγές/ουρλιαχτά ~ων. Πβ. ζουλάπι. Βλ. θηρίο, κογιότ, κυνοειδή, λύγκας, λύκαινα, τσακάλι. || ~/τίγρης της Τασμανίας. 2. (για πρόσ.) αιμοβόρος, σκληραγωγημένος. Βλ. γερό-, θαλασσό-λυκος. 3. (προφ.) λυκόσκυλο. 4. ΙΑΤΡ. διάσπαρτη φλεγμονώδης νόσος του συνδετικού ιστού, η οποία μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε ή όλα τα συστήματα του οργανισμού: (δισκοειδής/συστηματικός) ερυθηματώδης ~. Πβ. κολλαγόνωση 5. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Λ) αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου. ● Υποκ.: λυκάκι (το): στις σημ. 1, 3. Πβ. λυκόπουλο. ● ΦΡ.: βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ανατίθεται ευθύνη, εξουσία ή αρμοδιότητα σε πρόσωπο ακατάλληλο, επικίνδυνο και, τελικά, επιζήμιο., γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): ξέφυγα από μεγάλο κίνδυνο. Πβ. γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ’ του χάρου τα δόντια. Βλ. γλιτώνω από τα χέρια κάποιου., θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι (παροιμ.): για άνθρωπο αγνώμονα, αχάριστο., ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος (γνωμ.): δηλ. ανελέητος, απάνθρωπος, σκληρός. [< λατ. homo homini lupus] , ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του (παροιμ.): δεν αλλάζει (εύκολα) κάποιος χαρακτήρα ή τρόπο σκέψης, όσα χρόνια κι αν περάσουν., πεινώ/τρώω σαν λύκος (προφ.): δηλ. πάρα πολύ, λαίμαργα. Πβ. δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα, με κόβει (η) λόρδα, πεθαίνω/ψοφώ της πείνας., πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου & ρίχνω/στέλνω κάποιον στο στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): για κάποιον που εκθέτει τον εαυτό του ή που τον εκθέτουν σε μεγάλο κίνδυνο: Από μόνος του έβαλε το κεφάλι του/έπεσε/μπήκε ~ ~ (πβ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά). Έριξαν/έστειλαν τα παιδιά τους ~ ~. [< γαλλ. dans la gueule du loup] , (εδώ) τον λύκο (τον) βλέπουμε, τον ντορό γυρεύουμε/ψάχνουμε; βλ. ντορός, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, μοναχικός λύκος βλ. λύκος, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται βλ. αναμπουμπούλα, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί [< 1: αρχ. λύκος 4: γαλλ. lupus]

μελάνι

μελάνι με-λά-νι ουσ. (ουδ.) {μελαν-ιού} 1. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. & (λόγ.) μελάνη (η): υγρή συνήθ. ουσία με χρώμα που χρησιμοποιείται για γράψιμο, εκτύπωση, σχεδίαση και ζωγραφική· δοχείο ή εξάρτημα συσκευής που την περιέχει: έγχρωμο/μαύρο/στερεό/τυπογραφικό/φωτογραφικό ~. ~ γραφής/μαρκαδόρου/πένας/στιλό/σφραγίδας/ταμπόν. Εξοικονόμηση/ποιότητα ~ιού. Κασέτες/φυσίγγια ~ιού. Στέγνωσε/τελείωσε το ~. Βλ. καρμπόν, πιγμέντο.|| Ανταλλακτικό ~. Ανακατασκευασμένα ~ια. Συμβατά ~ια για εκτυπωτές ... Αναγόμωση/ανακύκλωση ~ιών. 2. ΖΩΟΛ. παχύρρευστο σκουρόχρωμο υγρό που εκκρίνουν μερικά κεφαλόποδα, όταν κινδυνεύουν, για να θολώσουν τα νερά και να αποφύγουν έτσι τους εχθρούς τους: ~ χταποδιού.|| (κ. στη μαγειρική) Ζυμαρικά με ~ σουπιάς. ● Υποκ.: μελανάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό μελάνι: ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονικό χαρτί. [< αγγλ. electronic/e- ink] , αόρατη/συμπαθητική μελάνη βλ. μελάνη ● ΦΡ.: αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι (μτφ.): προσπαθώ να ξεφύγω ή να κρύψω κάτι, μπερδεύοντας ή παραπλανώντας τους άλλους. Πβ. θολώνω τα νερά., πριν στεγνώσει η μελάνη/το μελάνι ... & δεν στέγνωσε ακόμη η μελάνη/το μελάνι ...: (μτφ.) για εξέλιξη που ακολουθεί ή αναιρεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα προηγούμενη δήλωση, γεγονός, κατάσταση: Πριν στεγνώσει ~ της υπογραφής, λύθηκε το συμβόλαιο., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου βλ. γράφω, έχει χυθεί/χύθηκε πολύ μελάνι/πολλή μελάνη βλ. χύνω [< μεσν. μελάνιν, γαλλ. encre, αγγλ. ink]

μούτρο

μούτρο [μοῦτρο] μού-τρο ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} το πρόσωπο του ανθρώπου και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη έκφραση: Ρίξτου νερό στα ~α να συνέλθει! Έπεσε κάτω με τα ~α. Δεν έχω όρεξη να βλέπω τα ~α του κάθε πρωί.|| (μτφ.) Δεν μου αρέσουν τα ~α του (: δεν τον συμπαθώ, δεν τον εμπιστεύομαι). Κοίτα πρώτα τα ~α σου στον καθρέφτη κι έπειτα μίλα (: μην κάνεις κριτική, γιατί δεν είσαι καλύτερος). Ξύπνησε με κάτι ~α μέχρι το πάτωμα (: ήταν κακόκεφος). Τι ~α είναι αυτά; (: ως επίπληξη σε άνθρωπο θυμωμένο ή κατσούφη). Έπρεπε να δεις τα ~α του, όταν του το είπα. ΣΥΝ. μούρη (1), φάτσα (1) 2. {χωρ. πληθ.} (μτφ.-υβριστ.) πονηρός, κατεργάρης, απατεώνας: Είναι μεγάλο ~. Πβ. κάθαρμα, καθίκι, τομάρι, τσογλάνι. ● Υποκ.: μουτράκι (το): στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: μουτράκλα (η) ● ΦΡ.: αρπάζω/πιάνω κάποιον απ' τα μούτρα (προφ.): του επιτίθεμαι φραστικά και απρόσμενα: Μια κουβέντα είπα και αμέσως με άρπαξε ~., δεν είναι/δεν κάνει για τα μούτρα σου: είναι ανώτερος/ανώτερη, καλύτερος/καλύτερη από εσένα, δεν σου αξίζει., θα σου/του σπάσω τα μούτρα (απειλητ.): θα σε/τον χτυπήσω άσχημα στο πρόσωπο: Αν τον αγγίξεις, θα σου ~! ΣΥΝ. χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα (2), κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου: διακόπτω απότομα την επικοινωνία, κλείνοντας το τηλέφωνο: Θύμωσε και μου έκλεισε ~., κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον: δείχνω παρεξηγημένος, θυμωμένος, δυσαρεστημένος μαζί του: Μη μου κρατάς ~, δεν φταίω εγώ! Μου έκανε ~, επειδή δεν την κάλεσα στο πάρτι., λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου): ευθέως, χωρίς περιστροφές ή απότομα: Του το είπε ~ (= κατάμουτρα)., με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ... (+ να/θα): για να δηλωθεί ντροπή, αμηχανία ή ενοχή για κάτι: ~ ~ θα την αντικρίσω/θα βγω στην κοινωνία; Μετά απ' όσα έκανες, έχεις τα μούτρα να μιλάς κι από πάνω; ΣΥΝ. με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ..., μου πέφτουν τα μούτρα: γίνομαι ρεζίλι, εξευτελίζομαι, ντροπιάζομαι: Δεν ήξερα πώς να δικαιολογηθώ, μου έπεσαν ~! Βλ. ρίχνω τα μούτρα μου., ξινίζω/κρεμάω/κατεβάζω/στραβώνω τα μούτρα μου: εκδηλώνω δυσαρέσκεια, θυμό με την έκφρασή μου, κατσουφιάζω: Ξίνισε ~ του, αλλά το δέχτηκε. Έλα, μην κατεβάζεις τα μούτρα σου, μια κουβέντα είπαμε! Με υποδέχτηκε με κατεβασμένα τα μούτρα. ΣΥΝ. μουτρώνω, στραβομουτσουνιάζω, παίρνω τα μούτρα μου και ... 1. αποχωρώ ντροπιασμένος: Μόλις άκουσα τέτοια προσβολή, πήρα ~ κι έφυγα. 2. τολμώ να: Επιτέλους πήρε ~ του και ήρθε να σου ζητήσει να βγείτε., πετάω κάτι στα μούτρα κάποιου 1. ρίχνω επιθετικά κάτι στο πρόσωπό του και κατ' επέκτ. απορρίπτω, περιφρονώ μια προσφορά: Της πέταξε ~ το φαγητό.|| Τους πέταξε ~ το βραβείο. 2. (μτφ.) για απότομο ή αγενή τρόπο έκφρασης: Μου πέταξε ~ ένα γεια κι έφυγε., πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι: ασχολούμαι με κάτι αποκλειστικά και με ένταση, αφοσιώνομαι: ~ ~ στο διάβασμα/στη δουλειά/στη σχέση. Πβ. με τα μπούνια.|| Έπεσε ~ στο φαΐ (: άρχισε να τρώει γρήγορα)., ρίχνω τα μούτρα μου: δείχνω την αδυναμία μου, ταπεινώνομαι: Έριξε ~ του και ζήτησε βοήθεια/μου μίλησε/τηλεφώνησε. Βλ. μου πέφτουν τα μούτρα., σκατά στα μούτρα σου! (υβριστ.): για να εκφραστεί οργή, αγανάκτηση., τα/τον κάνω σαν τα μούτρα μου (μειωτ.): καταστρέφω, χαλώ κάτι ή κάποιον: Έτσι που τα έκανες ~ σου, δεν διορθώνονται!|| Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον γιο μου σαν τα ~ σας!, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα (προφ.): για περιπτώσεις ολοφάνερης εξαπάτησης: Μας κορόιδευε ~ μας και δεν το πήραμε είδηση!, τρώω/σπάω τα μούτρα μου (προφ.) 1. τραυματίζομαι άσχημα, κυρ. στο πρόσωπο, μετά από πτώση. Βλ. έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα. 2. (μτφ.) αποτυγχάνω παταγωδώς: Τρώει συνεχώς τα ~ του, αλλά δεν το βάζει κάτω. Ήθελε να το παίξει έξυπνη κι έφαγε ~ της. Χτύπησε πολλές πόρτες κι έσπασε ~ του., όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τα μούτρα του βλ. κοροϊδεύω, του έκανε τα μούτρα/τη μούρη κρέας βλ. κρέας, τρίβω κάτι στα μούτρα/στη μούρη κάποιου βλ. τρίβω, χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα βλ. μόστρα [< μεσν. μούτρο(ν)]

μπόι

μπόι μπό-ι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. ύψος, ανάστημα του ανθρώπου: άντρας δυο μέτρα ~. Είναι στο ~ σου, όχι ψηλότερη. Θα σου ανάψω μια λαμπάδα ίσαμε το ~ σου. Ο μαντρότοιχος έφτανε πάνω από το ~ του. Αν το πάχος του το πάρει σε ~, τότε θα μας περάσει όλους. 2. (λαϊκό) μονάδα μέτρησης του ύψους ή του βάθους, που αντιστοιχεί εμπειρικά στο μέσο ανθρώπινο ανάστημα: Ψήλωσε δυο μπόγια από την τελευταία φορά που τον είδα. ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτο μπόι: για πολύ ψηλό άνθρωπο και ειρων. για πολύ κοντό: Δεν είναι και (το) ~ ~, αλλά ούτε και στούμπος. ● ΦΡ.: κρίμα (σ)το μπόι σου! (προφ.-μειωτ.): για κάποιον που δεν συμπεριφέρεται με ψυχική ανωτερότητα ανάλογη του αναστήματός του: Δεν ντράπηκες να χτυπήσεις τη γριούλα; ~ ~!, όσο μπόι τού λείπει τόσο ...: για πολύ κοντό άνθρωπο που παρουσιάζει κάποια χαρακτηριστικά σε μεγάλο βαθμό: ~ ~ τσαμπουκάς είναι. Όσο μπόι τού έλειπε τόση φασαρία έκανε., παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι: ψηλώνω: Πήρε ξαφνικά ~ και δεν του κάνουν τα παλιά του ρούχα. ΣΥΝ. παίρνω ύψος (1) [< τουρκ. boy]

παιδί

παιδί παι-δί ουσ. (ουδ.) {παιδ-ιού | -ιών} 1. νεαρό άτομο από τη στιγμή της γέννησής του, και κυρ. μετά τη βρεφική ηλικία, μέχρι την εφηβεία ή/και την ενηλικίωση: ανάγωγο/άτακτο/γελαστό/δυσλεξικό/έξυπνο/ζωηρό/κακομαθημένο/μεγάλο/μικρό/ντροπαλό/ορφανό/συνεσταλμένο/υπάκουο/υπερκινητικό/χαϊδεμένο ~. Άπορα/εξαφανισμένα ~ιά. ~ιά του δημοτικού. ~ιά με αυτισμό/ειδικές ανάγκες. Σπαστικά ~ιά. Ανάπτυξη/ανατροφή/διαπαιδαγώγηση/διατροφή/δικαιώματα/κοινωνικοποίηση/η προσωπικότητα/υγεία του ~ιού. Υιοθεσία ενός ~ιού (βλ. παρα-, ψυχο-παίδι). Φεστιβάλ ~ιού. Η (Παγκόσμια) Ημέρα του ~ιού (11 Δεκεμβρίου). Θηλάζω/μεγαλώνω/ταΐζω το ~ (βλ. βρέφος, μωρό, νεογέννητο). Σχέσεις γονέων-~ιών. Ασφάλεια των ~ιών στο διαδίκτυο. Δημιουργική απασχόληση ~ιών. Συναισθηματική υποστήριξη των καρκινοπαθών ~ιών. Βιβλία/παιχνίδια για ~ιά. Βλ. παιδάκι, παιδαρέλι, παίδαρος, διαβολό-, βουτυρό-, τρελό-παιδο.|| (ειδικότ.) Έχασε το ~ (= απέβαλε). Προστασία του αγέννητου ~ιού. Πβ. έμβρυο. 2. γιος ή κόρη κάποιου· απόγονος: βιολογικό (= φυσικό) ~. Γέννησε/έφερε στον κόσμο το πρώτο της/ένα υγιέστατο ~. Πατέρας τριών ~ιών. Το αγάπησαν σαν πραγματικό τους ~ (: υιοθετημένο ~). Δεν έκανε/έχει ~ιά (= δεν τεκνοποίησε). Πβ. τέκνο. Βλ. στερνοπαίδι.|| (για ζώα) Η γάτα και τα ~ιά της (πβ. νεογνό). 3. άνθρωπος νεαρής συνήθ. ηλικίας· αγόρι (για σχέση): Είναι καλό/χρυσό ~.|| (για νεαρό άτομο εντυπωσιακά όμορφο) Τι ~ είναι αυτό! Πβ. κούκλος, παίδαρος· κούκλα, κορίτσαρος.|| Γνώρισα ένα ~. Τα έχω/τα έφτιαξα με ένα ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ως οικεία προσφώνηση προς άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας: Καλώς τα ~ιά! ~ιά, ησυχία! 5. ενήλικος που παρουσιάζει στοιχεία παιδικότητας: Είναι ένα μεγάλο ~ (: αθώος, ειλικρινής, απλός, απροσποίητος). (μειωτ.) Μη γίνεσαι/μην είσαι ~ (πβ. ανώριμος, αφελής, εύπιστος)! 6. (+ γεν.) (μτφ.) γέννημα, θρέμμα· δημιούργημα: (για πρόσ.) Είναι ~ της εκκλησίας/της εποχής του/της μεταπολίτευσης.|| ~ της ανάγκης/του καπιταλισμού. Πβ. προϊόν. ΣΥΝ. τέκνο (2) 7. (σε καταστήματα, γραφεία, εστιατόρια) νεαρός υπάλληλος που εκτελεί δευτερεύουσες, βοηθητικές εργασίες: ~, να παραγγείλουμε (πβ. γκαρσόν);|| (συχνά χιουμορ.-ειρων.) ~ για όλες τις δουλειές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ώρα του παιδιού: (συνήθ. για κατάσταση, δραστηριότητα) που δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή: Λίγο έλειψε το μάθημα να γίνει ~ ~., κέντρο προστασίας παιδιών: ίδρυμα που παρέχει φιλοξενία, εκπαίδευση και ψυχαγωγία σε ανήλικα άτομα 3-12 ετών, τα οποία αποδεδειγμένα στερούνται οικογενειακής προστασίας. ΣΥΝ. παιδόπολη, παιδί/τέκνο του λαού (προφ.): λαϊκός άνθρωπος: γνήσιο ~ ~. [< γαλλ. enfant du peuple] , παιδιά των φαναριών: αυτά που επαιτούν, πουλούν ή προσφέρουν κάποια υπηρεσία σε οδηγούς οχημάτων που έχουν σταματήσει σε φανάρια: τα ξυπόλυτα ~ ~., προβληματικό παιδί: με κινητικά ή/και διανοητικά προβλήματα., το τρομερό παιδί: νέος ή νέα που διακρίνεται για το μεγάλο του ταλέντο ή/και τους προκλητικούς, συχνά, νεωτερισμούς του/της: Είναι ~ ~ του κινηματογράφου/της λογοτεχνίας/της τέχνης. [< γαλλ. l'enfant terrible] , άνθρωπος/παιδί της πιάτσας βλ. πιάτσα, παιδί της μαμάς βλ. μαμά, παιδί του δρόμου βλ. δρόμος, παιδί του σωλήνα βλ. σωλήνας, παιδιά των λουλουδιών βλ. λουλούδι, παιδί-θαύμα βλ. θαύμα, παιδική κακοποίηση & κακοποίηση παιδιών βλ. κακοποίηση, προστατευόμενο μέλος/παιδί/τέκνο βλ. προστατευόμενος, σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού βλ. σύνδρομο ● ΦΡ.: από παιδί: από την παιδική ηλικία: ~ ~ ασχολείται με τη μουσική. Πβ. παιδιόθεν., δικό μας παιδί: για κάποιον που κατάγεται από τον ίδιο με εμάς τόπο ή προέρχεται από τον ίδιο με εμάς επαγγελματικό, ιδεολογικό, πολιτικό χώρο ή με τον οποίο μας συνδέει φιλική ή άλλου είδους σχέση: Ζει τόσα χρόνια στη χώρα μας, που πλέον θεωρείται ~ ~., κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι: (ειρων.) για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς., κρύβει ένα παιδί μέσα του (μτφ.): (για ενήλικο άτομο) τον χαρακτηρίζει παιδικότητα., ξαναγίνομαι παιδί (μτφ.): νιώθω και συμπεριφέρομαι σαν παιδί, κάνω πράγματα που αρμόζουν σε παιδιά., παιδί της μάνας/του πατέρα του: για αυτόν που μοιάζει ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή/και τη συμπεριφορά στη μητέρα ή τον πατέρα του αντίστοιχα., παιδί/παιδάκι μου: (οικ.-ειρων.) προσφώνηση προς άτομο κάθε ηλικίας η οποία συνήθ. δηλώνει εκνευρισμό ή ανησυχία: Σταμάτα να μιλάς συνέχεια, ρε ~! Τι έγινε, βρε/μωρέ ~; Είσαι με τα καλά σου/τι κάνεις εκεί, παιδάκι μου; Τι λες, ρε ~ ~, αλήθεια;, παιδιά, σκυλιά (χιουμορ.): η οικογένεια ή οι οικογενειακές υποχρεώσεις: Είχαν στοιβάξει στο αυτοκίνητο ~ ~ και ομπρέλες.|| ~ ~ δεν έχει., περιμένει/περιμένουν παιδί: για γυναίκα που είναι έγκυος ή για ζευγάρι που πρόκειται να αποκτήσει παιδί: Περιμένει το πρώτο της ~., πιάνω παιδί: (για γυναίκα) μένω έγκυος: Δεν μπορεί/προσπαθεί να πιάσει ~., ρίχνω το παιδί (προφ.): κάνω έκτρωση., σαν μικρό/μωρό παιδί: για ενήλικο με παιδική ή/και ανώριμη συμπεριφορά: Γελούσε/έκλαιγε/χοροπηδούσε ~ ~. Έκανε ~ ~ από τη χαρά του. Πανηγύριζαν την πρόκριση σαν ~ά ~ιά.|| Μην κάνεις ~ ~!, τα παιδιά των παιδιών μου: τα εγγόνια ή γενικότ. οι απόγονοί μου: Το έργο αυτό θα μείνει κληρονομιά στα παιδιά σας και στα ~ ~ σας., του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου (παροιμ.): για να δηλωθεί η μεγάλη αγάπη των παππούδων προς τα εγγόνια τους., των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν (παροιμ.): οι συνετοί άνθρωποι είναι προνοητικοί., αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα βλ. ρούγα, γαμώ τα παιδιά/τα άτομα βλ. γαμώ, κορίτσι/παιδί πράμα βλ. πράγμα, κρατάω το παιδί βλ. κρατώ, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, παιδί-κουμπί/βιολί βλ. βιολί, παραμύθι για (μικρά) παιδιά βλ. παραμύθι, σπέρνω παιδιά βλ. σπέρνω, στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου βλ. ζωή, το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα ● βλ. παιδούλα [< μεσν. παιδίν]

παλαβός

παλαβός, ή, ό πα-λα-βός επίθ. (προφ.): τρελός: (για πρόσ.) Είναι εντελώς ~. Πβ. ανισόρροπος, παλαβιάρης, παρλιακός.|| ~ή: ιδέα/ιστορία/κατάσταση.|| ~ή: απόφαση/οδήγηση (= επικίνδυνη, παράτολμη). ΣΥΝ. ζουρλός, μουρλός (1) ● Ουσ.: παλαβά (τα): ανόητη, επιπόλαιη, χαζή πράξη ή συμπεριφορά: Άρχισε/κάνει τα ~ του! ● επίρρ.: παλαβά ● ΦΡ.: κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι: μου αρέσει κάποιος/κάτι πάρα πολύ., το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό: κάνω τον τρελό, για να απαλλαγώ από τις υποχρεώσεις μου., το ρίχνω στην παλαβή & κάνω την παλαβή: προσποιούμαι τον αδιάφορο, τον ανήξερο ή τον αφελή· κάνω ότι δεν καταλαβαίνω ή ότι δεν με ενδιαφέρει κάτι., τρέχω σαν παλαβός/τρελός 1. (μτφ.) κινούμαι με γρήγορους ρυθμούς, για να πετύχω κάτι. 2. οδηγώ πολύ γρήγορα και συνήθ. απρόσεχτα., γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής βλ. τρελός, είμαι τρελός/ζουρλός και παλαβός με/για κάποιον/κάτι βλ. τρελός [< μεσν. παλαβός]

πάνω & επάνω

πάνω & επάνω [ἐπάνω] πά-νω επίρρ. 1. & (λαϊκό) απάνω: ψηλά ή σε ψηλότερο επίπεδο, ψηλότερη επιφάνεια ή θέση σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς: Κοίτα ~. Στερέωσε τον καθρέφτη πιο ~. (πιο πέρα, πιο βόρεια ή σε μεγαλύτερο υψόμετρο:) Ο τουρισμός δεν έχει φτάσει εδώ ~ (στο χωριό). Σηκωθείτε ~ (= όρθιοι). (για δήλωση αφετηρίας, προέλευσης:) Διάβασε προσεκτικά από ~ προς τα κάτω. (για δήλωση κατεύθυνσης:) Τέντωσε τα χέρια σου προς τα ~.|| (ως πρόθ. + από) ~ από το εκκλησάκι είναι ... Η πηγή βρίσκεται ~ από την πλατεία.|| (ως επίθ.) Το ~ μέρος/παράθυρο/πλαίσιο/τμήμα. (σε ονόματα περιοχών, χωριών) ~/κάτω Πλάτανος. Οι κάτοικοι του ~ ορόφου (σε πολυκατοικίες).|| (ως ουσ.) Οι (από) ~ (ενν. ένοικοι).|| (ειδικότ. για όχημα, μέσα:) ~ στο λεωφορείο. 2. (+ σε) σε επιφάνεια: ~ στην πόρτα. Κάνε κλικ με το ποντίκι ~ στο λινκ. Σέρβιρε το φιλέτο ~ σε φύλλα ρόκας. 3. για κάτι που συνορεύει με κάτι άλλο: Το οικόπεδο είναι ~ στον κεντρικό δρόμο. 4. (σε θέση πρόθεσης + από + αριθμητικό) περισσότερο από: Είναι ~ από σαράντα πέντε χρόνων. Μου πήρε ~ από έναν μήνα να τελειώσω την εργασία (πβ. παρα~). Η εταιρεία πούλησε ~ από εκατό χιλιάδες αυτοκίνητα πέρσι. Οι μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες παραμένουν ~ από το μηδέν. 5. (σε θέση πρόθεσης + από, μτφ.) για κάποιον ή κάτι που βρίσκεται σε ανώτερη, σημαντικότερη θέση από κάποιον άλλο σε αξιολογική ή ιεραρχική κλίμακα: Είναι ~ από μένα στη δουλειά. Η ευτυχία των παιδιών μου είναι ~ από τη δική μου. || (εμφατ.) ~ και πέρα από οποιοδήποτε /ότιδήποτε … 6. (+ γεν. αδύνατου τύπου της προσ. αντων. γ' προσώπου) εναντίον: (ως πρόθ.) Όρμησε ~ του, χωρίς να καταλάβουμε γιατί.|| (ως επιφών.) ~ του/τους! 7. (σε θέση πρόθεσης + σε) αναφορικά, σχετικά με κάτι: Θα ήθελα να τοποθετηθώ ~ σε αυτό το θέμα (πβ. επ' αυτού). 8. για αύξηση της αξίας, των τιμών: 50% ~ οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Οριακά ~ οι πωλήσεις. 9. (σε θέση πρόθεσης με χρονική σημασία, + σε) κατά τη διάρκεια: Έπαθε ανακοπή καρδιάς ~ στο χορό. Αποκοιμήθηκα ~ στο καλύτερο. 10. (συνήθ. επιτατ.) για δήλωση αναφοράς: Η ύλη ~ στην οποία θα εξεταστείτε είναι η εξής ... ● Ουσ.: οι επάνω: οι ανώτεροι, οι προϊστάμενοι ή αυτοί που έχουν εξουσία. Πβ. άνωθεν. ● ΦΡ.: από πάνω μέχρι/ως κάτω: από το πιο ψηλό ως το πιο χαμηλό σημείο, από την κορυφή ως τα νύχια: Ρωγμές στους τοίχους ~ ~.|| Καρφώνω με τα μάτια/κοιτάζω κάποιον ~ ~. Ήταν ντυμένος ~ ~ στα μαύρα. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας ~ ~., βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου (προφ.): ντύνομαι βιαστικά, πρόχειρα., είμαι στα πάνω μου (προφ.): είμαι σε καλή κατάσταση, έχω καλή διάθεση ή σημειώνω επιτυχία: Η ομάδα είναι ~ ~ της. ΣΥΝ. είμαι στα χάι μου ΑΝΤ. είμαι (στα) ντάουν (μου), είμαι στα κάτω μου, είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω (μτφ.-προφ.) 1. ελέγχω, επιβλέπω: Κατά τη διάρκεια του διαγωνίσματος ήμουν συνέχεια από ~ τους (ενν. τους μαθητές). 2. βρίσκομαι σε θέση ισχύος. Πβ. έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι. 3. (για άνδρα ή γυναίκα) ως ερωτική στάση., και πάνω: και περισσότερο: Η ένταση του ανέμου θα είναι από δέκα μποφόρ ~ ~. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν νέοι και νέες από δεκαπέντε χρονών ~ ~. Οι επιδιορθώσεις θα κοστίσουν εκατό ευρώ ~ ~., κι από πάνω (προφ., συνήθ. σε περιπτώσεις αγανάκτησης, δυσαρέσκειας): επιπλέον: Αυτό έλειπε, να σε λυπηθώ ~ ~. Ήρθες καθυστερημένος στη δουλειά και διαμαρτύρεσαι ~ ~., μια πάνω (και) μια κάτω (μτφ.-προφ.): για αλλαγή πότε προς το καλύτερο και πότε προς το χειρότερο: Στη ζωή τα πράγματα είναι ~ ~., ο ένας πάνω στον άλλο 1. (επιτατ.) για να δηλωθεί στρίμωγμα, συμφόρηση: Ζούσαν στοιβαγμένοι σε άθλια παραπήγματα, ~ ~. 2. για χρονική συνήθ. διαδοχή με μεγάλη συχνότητα: Οι σφαίρες έπεφταν η μία ~ στην άλλη. Πβ. ο ένας μετά τον άλλο., ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος (λαϊκό): η επίγεια ζωή (σε αντίθεση με τον κόσμο των νεκρών). ΑΝΤ. ο κάτω κόσμος, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου (προφ.): αναλαμβάνω: Πήρε πάνω του το βάρος της ευθύνης., παίρνω τα πάνω μου 1. αρχίζω να αποδίδω ή γνωρίζω άνθιση, επιτυχία: Στην πορεία του παιχνιδιού η Εθνική μας Ομάδα πήρε τα ~ της.|| Πήρε επιτέλους ~ του. Το καλοκαίρι ο τουρισμός ~ει ~ του. 2. (για πρόσ.) βελτιώνεται η διάθεσή μου., πάνω απ' όλα & πριν απ' όλα: το σημαντικότερο σύμφωνα με την κρίση κάποιου· κατά κύριο λόγο, κυρίως: ~ ~ η υγεία! Με ενδιαφέρει ~ ~ η ποιότητα του έργου. ΣΥΝ. πρώτα απ' όλα/πρώτα-πρώτα (2), πάνω κάτω (προφ.) 1. κατά προσέγγιση, περίπου: Όταν έφυγα, ήταν ~ ~ έξι. Κατάλαβα ~ ~ τι θέλεις να πεις (πβ. λίγο πολύ, μέσες άκρες).|| Πέντε πάνω, πέντε κάτω δεν έχει σημασία. ΑΝΤ. ακριβώς (1) 2. από τη μία πλευρά στην άλλη, πέρα δώθε: Περπατούσε ~ ~ σκεφτικός. 3. προς τα πάνω και προς τα κάτω: Μετακινήστε ~ ~ το έγγραφο με το ποντίκι., πάνω μου 1. (ως πρόθ.) μαζί μου: Δεν έχω/κρατάω ~ ~ λεφτά (= στο πορτοφόλι, στην τσάντα ή στην τσέπη μου). 2. (για πρόσ.) στο σώμα ή στον χαρακτήρα μου: Το φοράω συνέχεια ~ ~.|| Λίγο φιλότιμο δεν έχεις ~ σου; Η παιδεία επέδρασε ~ του (= στην προσωπικότητά του, στον ψυχισμό του).|| Έφυγε από ~ ~ ένα βάρος (= ανακουφίστηκα, απαλλάχτηκα). 3. (ως συμπλήρωμα διαφόρων ρημάτων) σε εμένα: Βασίσου/στηρίξου ~ ~., πάνω πάνω (προφ.) 1. στην υψηλότερη θέση: ~ ~ στο συρτάρι έχω τα έγγραφα. 2. (μτφ.) επιφανειακά, χωρίς λεπτομέρειες., πάνω που: (σε θέση χρονικού συνδέσμου) την ώρα ακριβώς, τη στιγμή ή την περίοδο που: ~ ~ ετοιμαζόμουν να φύγω, εμφανίστηκε. ~ ~ είχα αρχίσει να συνηθίζω, μου άλλαξαν πόστο., πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι 1. (μτφ.) βρίσκω αναπάντεχα, συναντώ τυχαία: Στην επιστροφή έπεσα ~ ~ μποτιλιάρισμα. Ψάχνοντας διάφορα άρθρα, έπεσα ~ ~ ένα που είχα γράψει εδώ και καιρό.|| Έπεσα ~ ~ μια φίλη από τα παλιά. ΣΥΝ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, κουτουλώ (3) 2. (για οχήματα) συγκρούομαι: Η νταλίκα έπεσε ~ στο λεωφορείο., πιο πάνω: (στον λόγο) προηγουμένως: Τα μέτρα που αναφέρθηκαν ~ ~.|| (σε επιθετική χρήση:) Σχετικά με το ~ ~ θέμα, μπορώ να πω ..., τα κάνω πάνω μου (προφ.) 1. αφοδεύω ή ουρώ στα εσώρουχά μου: Κόντεψα να ~ ~ από τα γέλια (= να κατουρηθώ). 2. (μτφ.) νιώθω υπερβολικό φόβο, τρόμο: ~ ~ στην ιδέα του θανάτου. Πβ. χέζομαι πάνω μου., το παίρνω πάνω μου (προφ.): υπερηφανεύομαι, υπερεκτιμώ τον εαυτό μου: Μην του λες τέτοια, γιατί θα το πάρει ~ του. Πώς να μην το πάρει ~ της με τόσες επιτυχίες; Πβ. καβάλησε το καλάμι., φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω: για ριζική αλλαγή, μεγάλη ανατροπή μιας κατάστασης: Έφερε τα ~ ~ στην τέχνη της εποχής του. Ένα μήνα έλειψα και ήρθαν ~ ~., (ε)πάνω στην ώρα βλ. ώρα, από το πάνω ράφι βλ. ράφι, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι βλ. χέρι, ζαμανφού και πάνω/κι απάνω τούρλα βλ. τούρλα, ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του βλ. χρόνος, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, πάνω απ' τον ώμο (κάποιου) βλ. ώμος, πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας βλ. κεφάλι, πάνω από το πτώμα (μου) βλ. πτώμα, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση [< αρχ. ἐπάνω]

πέτρα

πέτρα πέ-τρα ουσ. (θηλ.) 1. σκληρή και συμπαγής ουσία που βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα στο έδαφος της Γης· κυρ. συνεκδ. τμήμα, κομμάτι από αυτό το υλικό: ακατέργαστη/βαριά/λαξευμένη/λεία/μυτερή/στρογγυλή (βλ. βότσαλο) ~. Διακοσμητικές/ηφαιστειακές/μυτερές/ορθογώνιες/πελεκητές/πολύχρωμες/πορώδεις/ποταμίσιες/τεχνητές/φυσικές ~ες. Δρόμος γεμάτος ~ες (= πετρώδης). Κάθισε (πάνω) σε μια ~ να ξεκουραστεί. Πβ. λιθάρι. Βλ. κοτρώνα, ασβεστό-, ελαφρό-, γαλαζό-, μυλό-, σκανταλό-, ταφό-πετρα.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~ και μάρμαρο. ~ες και τούβλα. ~ες (= πλάκες) Καρύστου. Σπίτι χτισμένο με ~ες (= πετρόχτιστο).|| Κατασκευή τοίχου από ~ (πβ. λιθοδομή). (για γλύπτη:) Λειαίνει/σκαλίζει/σμιλεύει την ~.|| Εκσφενδόνισαν/πέταξαν/ρίχνουν ~ες (= πετροβολούν).|| Χέρια (σκληρά) σαν ~. ΣΥΝ. λίθος (1) 2. (κατ' επέκτ.) πετράδι: (δαχτυλίδια με) αστραφτερές/πολύτιμες ~ες. Βλ. διαμαντό~. 3. ΙΑΤΡ. (προφ.) λίθος: αφαίρεση (βλ. λιθοτριψία)/δημιουργία (βλ. λιθίαση) ~ας. Έχει/του βρήκαν ~ στα νεφρά/στη χολή (βλ. χολόλιθος). 4. ΙΑΤΡ. τρυγία: ~ στα δόντια. ~ και (οδοντική) πλάκα. Σχηματισμός ~ας. Καθαρισμός της ~ας. Προστασία κατά της ~ας. 5. τσακμακόπετρα: Αναπτήρας με ~. 6. (μτφ.) καθετί σκληρό, συμπαγές: Το στρώμα είναι ~. ● Υποκ.: πετρίτσα (η), πετρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η πέτρα του σκανδάλου (ΚΔ): (συνήθ. για πρόσ.) η αιτία ή αφορμή για διαμάχη: Έγινε/είναι/υπήρξε ~ ~., ημιπολύτιμοι λίθοι/ημιπολύτιμες πέτρες βλ. ημιπολύτιμος, συμπληγάδες πέτρες βλ. συμπληγάδες ● ΦΡ.: (ακόμα) και οι πέτρες (προφ.): όλοι, οι πάντες: ~ ~ γνωρίζουν ... Τον ξέρουν/το έχουν μάθει ~ ~. Γελάνε ~ ~ μαζί τους. Ξεσηκώθηκαν ~ ~ εναντίον τους., από πέτρα (μτφ.): σκληρός, άκαρδος, ασυγκίνητος: Δεν είμαι (και) ~!|| Έχει καρδιά ~., δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα & (λόγ.) λίθος επί λίθον/λίθου & δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα/(λόγ.) λίθον επί λίθον/λίθου (εμφατ.): (για μεγάλη καταστροφή) δεν έμεινε τίποτα όρθιο., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα & σφίγγω την καρδιά (μου): προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος, σκληρός, για να αντέξω κάτι· κάνω υπομονή: Θα κάνω την καρδιά ~ και θα το ανεχτώ! ΣΥΝ. σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη, κτίζω κάτι πέτρα πέτρα & πετραδάκι πετραδάκι: οικοδομώ ή μτφ. δημιουργώ κάτι σταδιακά και με επιμονή: Το σπίτι κτίστηκε ~.|| Η εταιρεία έκτισε ~ τη θέση της στην αγορά., όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω 1. ανακατεύεται σε όλα, είναι πανταχού παρών. 2. έχει παντού γνωριμίες, διασυνδέσεις., ράγισαν και οι πέτρες: για να δηλωθεί κλίμα βαρύτατου πένθους, θρήνου: ~ ~ στην κηδεία του ..., ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου): φεύγω και δεν ξαναγυρνώ κάπου, ξεχνώντας πρόσωπα και καταστάσεις., το στομάχι του αλέθει και πέτρες: για κάποιον με πολύ γερό στομάχι, που χωνεύει εύκολα ακόμη και δύσπεπτες τροφές. ΣΥΝ. ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει, παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά βλ. παίρνω, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος βλ. ανάθεμα, στύβει την πέτρα βλ. στύβω [< αρχ. πέτρα ‘βράχος’, μτγν. ~ ‘λίθος’]

πετώ

πετώ [πετῶ] πε-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πετ-άς ..., -ώντας | πέτ-αξα, -άγομαι (προφ.) -ιέμαι, -άχτηκα (λόγ.) -άχθηκα, -α(γ)μένος} & πετάω 1. (για πτηνό) κινούμαι στον αέρα με φτερά ή (για ιπτάμενο μέσο) με μηχανή· ειδικότ. ταξιδεύω αεροπορικώς: Ο αετός ~ούσε (ψηλά) στον ουρανό. Οι νεοσσοί μεγάλωσαν και ~αξαν από τη φωλιά. Οι μέλισσες/πεταλούδες ~ούν από λουλούδι σε λουλούδι (πβ. πεταρίζει, φτερουγίζει).|| Το αεροσκάφος ~ούσε σε χαμηλό ύψος/στα ... χιλιάδες πόδια. Πβ. ίπταται.|| ~ τον χαρταετό (πβ. αμολώ).|| ~ αύριο για Παρίσι. ~ με αερόστατο/ελικόπτερο. Βλ. απογειώνομαι.|| (μτφ.) Άσε τη φαντασία σου να ~άξει! 2. ρίχνω ένα αντικείμενο με δύναμη στον αέρα, συνήθ. προς συγκεκριμένο στόχο: ~αξε το ακόντιο (στα ... μέτρα)/την μπάλα (στο καλάθι)/τη φωτοβολίδα. ~αξαν προκηρύξεις/φυλλάδια (πβ. διασκορπίζω). Άγνωστοι ~ούσαν (= επιτέθηκαν με) πέτρες στους ... (πβ. πετροβολώ). Του ~αξε (= του έφερε) ένα βάζο στο κεφάλι. Πβ. εκσφενδονίζω, εκτοξεύω.|| Με μια απρόσεκτη κίνηση τα ~ξε όλα κάτω.|| Τον ~αξε (= κόλλησε) στον τοίχο. 3. απαλλάσσομαι από κάτι που δεν το χρειάζομαι· ειδικότ. ρίχνω στα σκουπίδια: ~αξε τα άχρηστα αντικείμενα/τα παλιά ρούχα (πβ. ξεφορτώνομαι). Τα μπάζα ~άχτηκαν στο ρέμα.|| (μτφ.) ~αξε τη στολή του αξιωματικού (= τα παράτησε)/τα χειμωνιάτικα (= τα έβγαλε, άρχισε να φοράει τα καλοκαιρινά). Μην ~άξεις την ευκαιρία (= μην την αφήσεις ανεκμετάλλευτη). Πρόταση που ~άχτηκε (= κατέληξε) στα αζήτητα/στον κάλαθο των αχρήστων. Βλ. παρα~. 4. (μτφ.-προφ.) μεταφέρω με αυτοκίνητο ή μηχανή: Θέλεις να σε ~άξω μέχρι το μετρό; 5. (μτφ.-προφ.) θριαμβεύω, σαρώνω, σκίζω: ~άει στα μαθηματικά (πβ. διαπρέπω). ~άει το αμάξι (πβ. φυσάει). 6. (μτφ.) σκορπίζω, σπαταλώ: ~άει (άσκοπα) τα χρήματά του (σε άχρηστα πράγματα). 7. (μτφ.-προφ.) λέω κάτι ελεύθερα και απρόσμενα: ~άει αστειάκια/εξυπνάδες/κοτσάνες (πβ. την πέταξε). ~αξε μια κουβέντα και έφυγε. ~αξε (πάλι) την κακία της. Ποιος ~αξε την ιδέα να ...; 8. (μτφ.-προφ.) διώχνω, αποπέμπω: Τον ~αξαν (= απέλυσαν) από την εταιρεία. 9. (μτφ.-επιτατ.) χαίρομαι πάρα πολύ, ενθουσιάζομαι: Τα λόγια σου με κάνουν και ~ από ευτυχία.πετάει (μτφ.-προφ.) 1. βγάζει, εμφανίζει: Το δέντρο ~αξε νέα φύλλα (= έχει βλαστήσει)/ρίζες.|| ~αξε γένια/σπυράκια. 2. προεξέχει: Ίσιωσε τα μαλλιά σου, γιατί ~άνε. ~άνε τα τσουλούφια του., πέταξε (μτφ.-προφ.): σταμάτησε να υπάρχει· έσβησε, χάθηκε: Τώρα πάει, ~ η ευκαιρία! ~αν οι ελπίδες! ● ΦΡ.: μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω (αργκό): για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, θαυμασμός, αναστάτωση, απορία, κυρ. για κάτι που είδε κάποιος. ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο, πετάει/ζει/βρίσκεται στα σύννεφα (προφ.-ειρων.): για κάποιον που δεν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με ρεαλισμό, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα. ΑΝΤ. πατάω (γερά) στη γη, ρίχνω/πετάω λάσπη (μτφ.-προφ.): συκοφαντώ: Μας ρίχνουν ~ συνεχώς. Πετάνε ~ κι όπου πιάσει. Ρίχνουν/πετούν ~ εναντίον ... ΣΥΝ. λασπολογώ, την πέταξε (αργκό): είπε βλακεία: ~ ~ες πάλι. Βλ. την άκουσα., τον πέταξε έξω/έδιωξε (κακήν κακώς/με τις κλοτσιές): για βίαιη απομάκρυνση προσώπου: Ο ιδιοκτήτης μάς πέταξε ~ (: μάς έκανε έξωση). Ο δάσκαλος τον πέταξε έξω από την τάξη (πβ. αποβάλλω). Τον πέταξαν με τις κλοτσιές από το κόμμα (πβ. διαγράφω)., (πάει,) πέταξε το πουλάκι/πουλί! βλ. πουλάκι, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, βρίσκομαι/πετώ στα σύννεφα/στα ουράνια βλ. σύννεφο, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, παίζει/πετάει το μάτι μου βλ. μάτι, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, πετάει η ομάδα βλ. ομάδα, πετάει ο γάιδαρος; πετάει! βλ. γάιδαρος, πετάω κάτι στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, πετάω φωτιές/φωτιά βλ. φωτιά, πετάω/ρίχνω μπανανόφλουδα σε κάποιον βλ. μπανανόφλουδα, πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον βλ. γάντι, πετώ κάποιον σαν στυμμένη λεμονόκουπα βλ. λεμονόκουπα, πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, πετώ κάτι απ' το παράθυρο βλ. παράθυρο, πετώ κάτι στον δρόμο βλ. δρόμος, πετώ με τα δικά μου φτερά βλ. φτερό, πετώ στα ύψη βλ. ύψος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πετώ τη σκούφια μου (για κάτι) βλ. σκούφια, πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά βλ. χαρά, πετώ/ρίχνω σε κάποιον το μπαλάκι βλ. μπαλάκι, πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα βλ. λάσπη, ρίχνω/πετάω/οδηγώ (κάποιον) στον Καιάδα βλ. Καιάδας ● βλ. πετάγομαι, πεταμένος [< μεσν. πετώ < αρχ. πετῶ ‘πετάω, τρέχω γρήγορα’]

πέφτω

πέφτω πέ-φτω ρ. (αμτβ.) {έπε-σα, πέ-σει, προστ. πέσε, πέστε, μτχ. πε-σμένος, πέφτ-οντας} 1. κινούμαι καθοδικά, από ένα ανώτερο σε ένα κατώτερο σημείο, λόγω της βαρύτητας: ~σα (από τη σκάλα) και χτύπησα. ~σε στο πάτωμα.|| Το βάζο ~σε και έσπασε. Το κινητό τού ~σε από τα χέρια. Αεροπλάνο που ~σε λόγω βλάβης.|| (για άψυχο που αποσπάται ή αποκολλάται από κάπου) ~ουν τα φύλλα. ~σαν βράχοι στο οδόστρωμα.|| (για καιρικά φαινόμενα) ~ει (= ρίχνει) βροχή/χαλάζι/χιόνι. ~ουν αστραπές και κεραυνοί/ψιχάλες. Βλ. προσ~. ΣΥΝ. πίπτω 2. (+ σε) προσκρούω, χτυπώ πάνω σε κάτι: Πρόσεχε μην ~σεις σε καμιά λακκούβα! Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ~σε με δύναμη/ταχύτητα (πάνω) σε μια κολόνα (= τράκαρε). 3. βουτώ, πηδώ: ~σε με τα ρούχα στη θάλασσα. 4. (προφ.) ξαπλώνω, πλαγιάζω: ~σε για ύπνο/να κοιμηθεί.|| ~σε βαριά άρρωστος. 5. (για πρόσ.) σωριάζομαι στο έδαφος: ~σε κάτω ανάσκελα/μπρούμυτα (πβ. οριζοντιώνομαι). ~σε λιπόθυμος. ~σε ηρωικά στο πεδίο της μάχης (= σκοτώθηκε)/νεκρός/τραυματισμένος. Βλ. πεσών. 6. (προφ.) ορμώ, ρίχνομαι: ~σαν πάνω τους και άρχισαν να τους χτυπούν. 7. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση, συνήθ. αρνητική: ~σε σε αντιφάσεις (= περιέπεσε)/κατάθλιψη/μελαγχολία/στα ναρκωτικά. ~σαν θύματα κακομεταχείρισης/ρατσισμού. Βλ. κατα~, κακο~, ξε~.|| Ζώα που ~ουν σε χειμερία νάρκη. 8. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) υποβαθμίζομαι, υποβιβάζομαι: ~σε στη δεύτερη θέση. Η ομάδα ~σε κατηγορία. 9. (+ σε, μτφ.-προφ.) μου τυχαίνει: Έχεις ~σει σε κακή περίοδο/στιγμή/συγκυρία.|| ~σα σε προβληματική συσκευή. 10. (μτφ.-προφ.) ενδίδω, υποχωρώ, υποκύπτω: Δεν ~ (= δεν με ρίχνεις) με κάτι τέτοια! 11. (μτφ.-προφ.) χάνω την καλή μου διάθεση, μελαγχολώ: Έχω ~σει τον τελευταίο καιρό (πβ. νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως, είμαι στα ντάουν μου). ~σμένος ψυχολογικά. ~σμένο: ηθικό (= κλονισμένο). Βλ. καταπίπτω. ΑΝΤ. ανεβαίνω (5), είμαι στα πάνω μου 12. (μτφ.-προφ.) αδυνατίζω: Θέλει να ~σει από τα ... στα ... κιλά.|| Έχει ~σει η κοιλιά του (: έχασε το λίπος).πέφτει (προφ.) 1. γκρεμίζεται, καταρρέει: Το κτίριο ~σε (από τον σεισμό).|| (μτφ.) ~σαν τα τείχη που υψώνονταν ανάμεσά τους. 2. (μτφ.) παύει να αντιστέκεται (σε εξωτερικές δυνάμεις), κυριεύεται· καταργείται: ~σε το κάστρο/οχυρό/φρούριο.|| ~σαν τα εμπόδια/σύνορα. 3. κρέμεται: Πουκάμισο που ~ (= εφαρμόζει, στέκεται, στρώνει) τέλεια στο σώμα.|| Τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό/στους ώμους της (= χύνονταν). 4. (μτφ.) μειώνεται, ελαττώνεται: ~ουν οι αποδοχές (= λιγοστεύουν, μετριάζονται)/(σχολικές) βάσεις/πωλήσεις/στροφές του κινητήρα/τιμές (πβ. κατρακυλώ). ~σε (= κατέβηκε) ο γενικός δείκτης ανάπτυξης. ~σμένος ο τζίρος/τουρισμός (= μειωμένος) φέτος.|| ~σε ο αέρας (= καταλάγιασε, κόπασε)/η θερμοκρασία/στάθμη του νερού (= υποχώρησε).|| Προσπαθεί να ρίξει τη χοληστερίνη, αλλά δεν (του) ~. Του ~σε η πίεση και λιποθύμησε.|| ~ η μπαταρία/ο φακός (= αποφορτίζεται).|| ~ σιγά-σιγά το φως (= βραδιάζει). 5. (μτφ.) εκδηλώνεται έντονα ή/και αλλεπάλληλα: ~ άφθονο γέλιο. ~ουν πρόστιμα (σωρηδόν). ~σε μεγάλη εκμετάλλευση/πολλή δουλειά/πολύ ξύλο. Βλ. παρα~.|| Άρχισαν να ~ουν πιστολιές/πυροβολισμοί.|| ~σαν (= δόθηκαν) πολλά χρήματα. Να δω να ~ το παραδάκι! 6. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) απλώνεται, επικρατεί: ~σε βουβαμάρα/θλίψη/σιωπή/το σκοτάδι (= νύχτωσε). 7. (μτφ.) ανατρέπεται, εκπίπτει: ~σε το καθεστώς/η κυβέρνηση. 8. (μτφ.) ξεσπά: ~σε (= πλάκωσε) αρρώστια/πείνα/(μεγάλη) φτώχεια. Πβ. ενσκήπτει. 9. (μτφ.) διακόπτεται (απότομα) η λειτουργία του: ~σε η ασφάλεια/ο διακόπτης/το ρεύμα/το σήμα (του σταθμού)/το φως. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~σε το διαδίκτυο (: δεν έχω πρόσβαση). Ο σέρβερ είναι ~σμένος (= δεν λειτουργεί). 10. (μτφ.) εστιάζεται, κατευθύνεται, στρέφεται: Όλη της η προσοχή/φροντίδα ~ (πάνω) στα παιδιά της. Οι προβολείς (= η δημοσιότητα)/υποψίες ~ουν πάνω του. ΣΥΝ. επικεντρώνεται. 11. (μτφ.) βαρύνει: Οι ευθύνες ~ουν (= αναλογούν) στους αρμόδιους. Έχουν ~σει στους ώμους του τα οικογενειακά βάρη. 12. (μτφ.) προβάλλεται: ~ουν διαφημίσεις. 13. (μτφ.) τοποθετείται χρονικά ή στον χώρο: Ποια μέρα ~ η γιορτή; Το σπίτι ~ (= βρίσκεται) κοντά στη θάλασσα. (Προς τα) πού ~ το ...; ● ΦΡ.: δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω (προφ.): δίνει υπερβολική σημασία σε καθετί που λέγεται ή γίνεται: Θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο, ~ ~. Ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, ~ ~., μου πέφτει (προφ.): παύω να έχω στύση. ΑΝΤ. μου σηκώνεται, μου πέφτει ... (προφ.): είναι πάνω μου: Το παντελόνι ~ ~ (κάπως/λίγο) μεγάλο/φαρδύ (= μου είναι, μου έρχεται). Τα παπούτσια ~ ~ουν στενά., μου πέφτει λίγος/πολύς (προφ.): θεωρώ ότι κάποιος/κάτι δεν μου αξίζει (συνήθ. ως σύντροφος), είναι κατώτερός μου ή το αντίθετο: Τόσο ωραία γυναίκα και σου ~ λίγη; (ειρων.) Και πάρα πολύ της ~ (= της είναι υπεραρκετό)., πέφτει/πέφτουν βροχή (μτφ.): για κάτι που γίνεται με αδιάκοπη διαδοχή: ~αν ~ οι καταγγελίες/πέτρες (: η μία μετά την άλλη). Πβ. κατά ριπάς. ΣΥΝ. πάει καπνός, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο, πέφτουν οι τίτλοι: (στο τέλος ή σπανιότ. στην αρχή ταινίας ή εκπομπής) εμφανίζονται στην οθόνη ο τίτλος και τα ονόματα των συντελεστών· κατ' επέκτ. τελειώνει κάτι: Το έργο αρχίζει απότομα, πριν καν πέσουν ~. Έφυγα πριν πέσουν ~ (του) τέλους.|| (μτφ.) ~ ~ τέλους για τον ... (: τελειώνει η καριέρα του)., πέφτω (και) στη φωτιά & (σπάν.) ρίχνομαι στη φωτιά (για κάποιον) (μτφ.): θυσιάζομαι: Για την οικογένειά μου είμαι έτοιμος να πέσω ~., την πέφτω (αργκό) 1. ξαπλώνω, πλαγιάζω: Πάω να την πέσω (λιγάκι) (= να κοιμηθώ). 2. προσεγγίζω ερωτικά: Της την έπεσε. ΣΥΝ. καμακώνω (1), τα ρίχνω, φλερτάρω (1) 3. επιτίθεμαι: Της την πέσανε τρεις τύποι, για να της πάρουν την τσάντα.|| (μτφ.) Μου την έπεσε άγρια (= μου επιτέθηκε λεκτικά, μου την είπε)., ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) βλ. καράβι, δεν θα (πέσω να) πεθάνω (κιόλας) βλ. πεθαίνω, δεν μου πέφτει λόγος βλ. λόγος, δεν πέφτει καρφίτσα βλ. καρφίτσα, έπεσαν σαν (τις) ακρίδες βλ. ακρίδα, έπεσε από την Ακρόπολη και στάθηκε όρθιος βλ. ακρόπολη, έπεσε από το βάθρο του βλ. βάθρο, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έπεσε περονόσπορος βλ. περονόσπορος, έπεσε στα μάτια (κάποιου) βλ. μάτι, έπεσε στη μαρμίτα βλ. μαρμίτα, έπεσε/έλαχε ο κλήρος (σε κάποιον) βλ. κλήρος, έπεσε/έχει πέσει να πεθάνει βλ. πεθαίνω, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έχει πέσει στα πατώματα βλ. πάτωμα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, θα πέσουν κορμιά βλ. κορμί, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά βλ. φτερό, μου έπεσαν τα νεφρά βλ. νεφρά, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου πέφτει το λαχείο βλ. λαχείο, μου πέφτουν τα μούτρα βλ. μούτρο, μου τρέχουν τα σάλια/τρέχουν τα σάλια μου βλ. σάλιο, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει βλ. ταβάνι, όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα βλ. λάκκος, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, περνώ κάποιον από λεπίδι/πέφτει λεπίδι βλ. λεπίδι, πέσαμε στην περίπτωση βλ. περίπτωση, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πέφτει η μύτη/η μούρη μου βλ. μύτη, πέφτει μούγκα/μουγκαμάρα βλ. μούγγα, πέφτει στα χέρια κάποιου βλ. χέρι, πέφτει στην αντίληψή μου βλ. αντίληψη, πέφτει στο κενό βλ. κενό, πέφτει σύρμα βλ. σύρμα, πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) βλ. μάτι, πέφτει τσεκούρι βλ. τσεκούρι, πέφτει/θα πέσει παντόφλα βλ. παντόφλα, πέφτουν (οι) υπογραφές βλ. υπογραφή, πέφτουν (πολλά) κεφάλια βλ. κεφάλι, πέφτουν μύτες βλ. μύτη, πέφτουν οι μάσκες βλ. μάσκα, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, πέφτω από τα σύννεφα βλ. σύννεφο, πέφτω έξω βλ. έξω, πέφτω κάτω βλ. κάτω, πέφτω μέσα βλ. μέσα, πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι βλ. πάνω & επάνω, πέφτω στα γόνατα βλ. γόνατο, πέφτω στα μαλακά βλ. μαλακός, πέφτω στα τέσσερα βλ. τέσσερις, πέφτω στη λούμπα βλ. λούμπα, πέφτω στο κρεβάτι βλ. κρεβάτι, πέφτω στο στόμα κάποιου βλ. στόμα, πέφτω στον πειρασμό βλ. πειρασμός, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πέφτω/πιάνομαι/μπλέκω/μπερδεύομαι στα δίχτυα/στα πλοκάμια κάποιου βλ. δίχτυ, πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι βλ. μούτρο, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα βλ. φάκα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, στα/από τα νύχια κάποιου βλ. νύχι, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα, την έπεσε/την έχει πέσει από δίπλα/από κοντά (σε κάποιον) βλ. δίπλα, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει) βλ. μήλο, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω [< μεσν. πέφτω < αρχ. πίπτω, γαλλ. tomber]

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

ριγμένος

ριγμένος, η, ο ριγ-μέ-νος επίθ. 1. που έχει ριχτεί: Το δέντρο είχε ~α όλα του τα φύλλα. Ζακέτα ~η στην πλάτη. 2. (μτφ.-προφ.) αδικημένος: Αισθάνεται ~ από τον εργοδότη/τους συνεργάτες του. ● βλ. ρίχνω

σκιά

σκιά σκι-ά ουσ. (θηλ.) 1. σκοτεινό είδωλο που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, όταν ένα αδιαφανές σώμα παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτή και σε εκπεμπόμενο φως· ειδικότ. σκοτεινή φιγούρα: ανθρώπινη ~. ~ές αντικειμένων. Η ~ του αεροπλάνου. ~ές στον τοίχο. (προφ., σε ακτινογραφία:) ~ στον πνεύμονα.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ηλιακή ~. Η ~ της Γης/Σελήνης. Βλ. παρα~.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Αντιθέσεις/εναλλαγές φωτός και ~άς. Βλ. φωτοσκίαση.|| Είδα μια ~ να κινείται προς το μέρος μου. Οι ~ές της νύχτας. Πβ. ίσκιος. 2. μέρος ή τμήμα του εδάφους που δεν φωτίζεται συνήθ. από τον ήλιο, καθώς οι ακτίνες του δεν μπορούν να εισχωρήσουν σε αυτό: δροσερή ~. Κατασκήνωση σε τεχνητή/φυσική ~. Αμμουδιά/αυλή με ~. Στη ~ των βουνών/δέντρων. Δημιουργείται/σχηματίζεται ~. Περίπατος στη ~. Κάτω από τη ~ των βράχων. Πβ. ίσκιωμα. 3. καλλυντικό με το οποίο βάφονται τα βλέφαρα και γενικότ. η περιοχή γύρω από τα μάτια: ανοιχτόχρωμη/απαλή/ουδέτερη/σκούρα/φωτεινή ~. Διακριτικές/ματ/περλέ/πολύχρωμες ~ές. Αποχρώσεις/παλέτες/σειρά/σετ ~ών. ~ές σε καφέ τόνους/με κρεμώδη υφή/σε σκόνη. Απλώστε τη ~ με το πινέλο. Βλ. κραγιόν, ρουζ. 4. (μτφ.) αρνητική ψυχική κυρ. επίδραση που προκαλείται από απειλητική ή γενικότ. δυσάρεστη κατάσταση: ~ ανασφάλειας/καχυποψίας/μίσους/φόβου. 5. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ίχνος: ~ υποψίας. Διαλύθηκε και η τελευταία ~ αμφιβολίας. Πβ. υπόνοια. 6. (μτφ.) οτιδήποτε αρνητικό, ανεξιχνίαστο ή κρυφό, παράνομο: Δεν υπάρχει καμιά ~ στις σχέσεις των δύο ανδρών. Βγήκε από τη ~ (= αφάνεια).|| (ΤΗΛΕΠ., ως παραθετικό σύνθ.) Κλήσεις-/τηλέφωνα-~ές. Παρακολούθηση από κοριούς-~ές. 7. {συνήθ. στον πληθ.} (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) φάντασμα: το βασίλειο/ο κόσμος των ~ών (= νεκρών, βλ. Άδης). ● Υποκ.: σκιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: θέατρο σκιών: παράσταση με ημιδιαφανείς ζωγραφισμένες φιγούρες, τις οποίες ο καλλιτέχνης κινεί πίσω από λευκό φωτιζόμενο πανί μιμούμενος τις φωνές των ηρώων. Βλ. καραγκιόζης, κουκλοθέατρο. [< γαλλ. théâtre d'ombres] , βαριά σκιά βλ. βαρύς ● ΦΡ.: (είμαι) σκιά του εαυτού μου (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): για κάποιον ή κάτι που δύσκολα αναγνωρίζεται, που δεν είναι ή δεν αποδίδει όπως παλιά: Ήταν ~ του (παλιού) εαυτού της, ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί. Πόλη που ερήμωσε και απόμεινε ~ ~ της. [< γαλλ. l' ombre de soi-même] , ζω/μένω/είμαι στη σκιά & στη σκιά (μτφ., για πρόσ.): παραμένω αφανής δίπλα σε κάποια πιο ισχυρή προσωπικότητα: Έζησε ~ της μεγάλης της αδελφής. Πβ. σε δεύτερο πλάνο. [< γαλλ. dans l' ombre] , ρίχνει τη σκιά του 1. (μτφ.) επιδρά αρνητικά, απλώνεται απειλητικά: Η θλίψη έριξε ~ της στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή του. 2. σκιάζει: Τα σπίτια έριχναν ~ τους στον δρόμο. Πβ. επισκιάζω., στη/υπό τη σκιά & κάτω από τη σκιά (μτφ.): υπό την επίδραση που ασκείται από αρνητική κατάσταση ή από σπουδαιότερο γεγονός: ~ ~ του πολέμου. Διαπραγματεύσεις ~ ~ απειλών. Συνεδρίαση που γίνεται ~ ~ των συνταρακτικών αποκαλύψεων., υπό σκιά(ν) (λόγ.): σε σκιερό μέρος, σημείο: Το θερμόμετρο άγγιζε τους 38 βαθμούς ~ ~. Καφές καλλιεργημένος ~ ~., έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου βλ. ίσκιος, περί όνου σκιάς βλ. όνος, φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του βλ. ίσκιος [< αρχ. σκιά, γαλλ. ombre, αγγλ. shadow, shade]

σορολόπ

σορολόπ σο-ρο-λόπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): μόνο στη ● ΦΡ.: το ρίχνω στο σορολόπ: ζω ξένοιαστα και αμέριμνα, αδιαφορώ για τα πάντα, χωρίς να σκέφτομαι τις συνέπειες. [< τουρκ. şorolop]

σπόντα

σπόντα σπό-ντα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) υπονοούμενο, υπαινιγμός: Αυτό ήταν ~ ή εμένα μου φάνηκε; Πβ. νύξη, ταβανόπροκα. 2. καθεμία από τις τέσσερις ελαστικές εσωτερικές πλευρές του τραπεζιού του μπιλιάρδου. ● ΦΡ.: από σπόντα (προφ.): τυχαία: Βρέθηκε στην παρέα μας ~ ~., αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά: κάνω υπαινικτικά σχόλια για κάποιον, με σκοπό να τον θίξω: ~ει ~ για το μέλλον της σχέσης μας. Φεύγοντας άφησε/έριξε/πέταξε ~ για τους συναδέλφους του. [< ιταλ. sponda]

στάχτη

στάχτη στά-χτη ουσ. (θηλ.) 1. λεπτόκοκκη ουσία που απομένει μετά την καύση αντικειμένων: η ~ του τσιγάρου. Κάρβουνα καλυμμένα από ~. ΣΥΝ. τέφρα 2. ό,τι μένει από την αποτέφρωση πτώματος· σποδός: Σκόρπισε τη ~ του νεκρού στον άνεμο. 3. (μτφ.) για ολοκληρωτική καταστροφή, ιδ. για τα απομεινάρια της: οι ~ες του παρελθόντος. Αναγεννιέται μέσα από τις ~ες του (: αναβιώνει, ξαναζωντανεύει). ● ΣΥΜΠΛ.: ηφαιστειακή τέφρα/στάχτη βλ. τέφρα ● ΦΡ.: κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη: για ολοσχερή καταστροφή από φωτιά: Η πυρκαγιά έκανε ~/μετέτρεψε σε ~ εξακόσια στρέμματα πευκοδάσους. (μτφ.) Απειλούν να κάνουν ~ όλη την περιοχή.|| ~ έγιναν χίλια έλατα. Δεν κάηκε απλώς, έγινε ~! Πβ. παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς., ρίχνω στάχτη στα μάτια (μτφ.-προφ.): εξαπατώ κάποιον, συγκαλύπτοντας μια δυσάρεστη κατάσταση: Εξαγγέλλουν μέτρα, για να ρίξουν ~ ~ του κόσμου., στάχτες/στάχτη κι αποκαΐδια βλ. αποκαΐδι, στάχτη και μπούρμπερη/μπούλμπερη/πούλβερη (να γίνουν όλα!) βλ. μπούρμπερη [< μεσν. στάκτη < μτγν. στακτὴ (κονία) < αρχ. στακτός < στάζω]

τόνος1

τόνος1 τό-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. το στοιχείο που προκαλεί την έξαρση μιας γλωσσικής μονάδας (π.χ. συλλαβής) σε σχέση με τις υπόλοιπες, ως προς την ένταση ή το ύψος της φωνής· συνεκδ. το διακριτικό σημάδι που τη δηλώνει στον γραπτό λόγο: Βάζω/σημειώνω ~ους στο κείμενο. Βλ. βαρεία, οξεία, περισπωμένη. 2. βαθμός έντασης ήχου· ειδικότ. χροιά της φωνής, τρόπος ομιλίας: οξύς/υψηλός/χαμηλός ~. Μην μου υψώνεις εμένα/χαμήλωσε τον ~ο της φωνής σου!|| Γλυκός/μελαγχολικός/σκληρός/σοβαρός/ψυχρός ~. Μην μου μιλάς σε αυτόν τον ~ο! Βλ. επιτονισμός. 3. ύφος ή ατμόσφαιρα: επιθετικός/εριστικός/μελοδραματικός/νοσταλγικός ~. Μιλήσαμε σε ήρεμο/οικείο/φιλικό ~ο. Έργο γραμμένο σε ανάλαφρο ~ο. Η επιστολή υιοθετεί προσωπικό ~ο. Ο λυρικός ~ ενός ποιήματος. Υπήρχε ένας ~ ειρωνείας στο κείμενο.|| Επίπλωση που δίνει έναν ~ο πολυτέλειας στο σπίτι. Πβ. χροιά. 4. απόχρωση: Έβαψα τον τοίχο έναν ~ο πιο ανοιχτό/σκούρο. Μακιγιάζ σε απαλούς ~ους του ροζ. 5. ΜΟΥΣ. η απόσταση της μιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας από την άλλη ή η σχέση ύψους μεταξύ δύο γειτονικών φθόγγων: ~ του ντο/του φα. Ένα τέταρτο του ~ου. Οι βασικοί ~οι ενός μουσικού έργου. Ελάσσονες/μείζονες ~οι (: στη βυζαντινή μουσική).|| (προφ.) Θα ήθελα το τραγούδι να παιχτεί έναν ~ο πιο κάτω/ψηλά. Πιάνει όλους τους ~ους (: για τραγουδιστή).|| Ολόκληρος ~ (: δευτέρα μεγάλη) και ημιτόνιο (: δευτέρα μικρή). 6. ΤΕΧΝΟΛ. χαρακτηριστικός ήχος συσκευής: ακουστικός/προειδοποιητικός ~. ~ αναμονής/ειδοποίησης/επιλογής/κατειλημμένου/κουδουνίσματος. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμικός τόνος/τονισμός: ΓΛΩΣΣ. η τονιζόμενη συλλαβή προφέρεται πιο έντονα από τις υπόλοιπες., καρδιακοί τόνοι: ΦΥΣΙΟΛ. -ΙΑΤΡ. ήχοι της καρδιακής λειτουργίας προκαλούμενοι από το σύστημα των βαλβίδων, τα τοιχώματα, το μυοκάρδιο και τις απότομες μεταβολές της ταχύτητας στις μετακινούμενες στήλες αίματος., μουσικός τόνος/τονισμός: ΓΛΩΣΣ. η τονιζόμενη συλλαβή έχει μεγαλύτερο ύψος και διάρκεια από τις υπόλοιπες., μυϊκός τόνος: ΙΑΤΡ. συνεχής ελαφρά σύσπαση των μυών που φυσιολογικά γίνεται ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας. Πβ. τονικότητα. [< γαλλ. tonus musculaire] , έγκλιση τόνου βλ. έγκλιση ● ΦΡ.: (λέω/επαναλαμβάνω/διακηρύσσω/δηλώνω/τονίζω/ζητώ κάτι) σε όλους τους τόνους: για δήλωση που γίνεται με έμφαση: Το έχουμε ζητήσει ~ ~, αλλά δεν γίνεται τίποτα., ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους & υψώνω τους τόνους: αυξάνεται η ένταση ή την αυξάνω σε λεκτική διαμάχη ή αντιπαράθεση: Ανεβαίνουν ~ μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης., δίνω τον τόνο: καθορίζω τον μουσικό ρυθμό και κατ' επέκτ. τον χαρακτήρα, το ύφος μιας κατάστασης ή ενέργειας: Ο ψάλτης ~ει ~.|| (κυρ. μτφ.) ~ ~ στη συζήτηση. Η πρωταγωνίστρια έδωσε ~ ~ της παράστασης., πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους: για μείωση της έντασης σε λεκτική διαμάχη ή αντιπαράθεση: Πέφτουν οι ~ των κινητοποιήσεων/για το θέμα ... Χαμήλωσαν τους ~ μετά την επεισοδιακή συνεδρίαση., στον επόμενο τόνο: φράση σε μαγνητοφωνημένο μήνυμα τηλεφωνικής υπηρεσίας, στο οποίο η ανακοίνωση της ώρας συνοδεύεται από ένα σύντομο ηχητικό σήμα: ~ ~ η ώρα θα είναι δύο., υψηλοί τόνοι & ανεβασμένοι τόνοι (μτφ.): τεταμένη, φορτισμένη ατμόσφαιρα: ~ ~ (αντιπαράθεσης) επικράτησαν στη Βουλή/στη συζήτηση. Κριτική ~ών ~ων. Κλίμα όξυνσης και ανεβασμένοι ~.|| (σπανιότ.) Αντεγκλήσεις/υποδείξεις σε υψηλό τόνο., χαμηλοί τόνοι & (σπάν.) ήπιοι τόνοι (μτφ.): ήρεμη, μη τεταμένη ατμόσφαιρα: Σε ~ούς ~ους η συνάντηση των πολιτικών αρχηγών. Ο υπουργός διατηρεί/κρατά ~ούς ~ους. Ακολουθεί πολιτική ~ών ~ων.|| (κατ' επέκτ.) Άνθρωπος ~ών ~ων (= μετριοπαθής. ΣΥΝ. χαμηλού προφίλ).|| (σπανιότ.) Οι διεκδικήσεις συνεχίστηκαν σε σχετικά χαμηλό τόνο., δέκα με τόνο βλ. δέκα [< 1: αρχ. τόνος 2-5: γαλλ. ton 6: αγγλ. tone]

τουλούμι

τουλούμι του-λού-μι ουσ. (ουδ.) (παρωχ.-λαϊκό): ασκός από δέρμα κατσίκας ή προβάτου: ~ για κρασί/λάδι.|| (συνεκδ.) Ένα ~ τυρί (: η αντίστοιχη ποσότητα). ● ΦΡ.: ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι (προφ.): βρέχει καταρρακτωδώς. ΣΥΝ. βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι [< τουρκ. tulum]

φέρνω

φέρνω φέρ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έφερα, φέρει, φέρν-οντας, φερμένος} 1. παίρνω κάποιον ή κάτι από κάπου και το(ν) μεταφέρω κάπου αλλού ή το(ν) δίνω σε κάποιον άλλο· ενεργώ ώστε να μετακινηθεί κάποιος ή κάτι: ~ δώρα. Φρέσκα αβγά φερμένα απ' το χωριό. Κανάλια ~ουν νερό από το ποτάμι. Φέρε (μου) μια πετσέτα! Όλα στο χέρι τού τα ~ει. Κοίτα τι σου 'φερα! Μην ξεχάσεις να φέρεις μαζί σου και ζακέτα (πβ. παίρνω).|| (ΓΥΜΝ.) ~ουμε τα γόνατα στο στήθος (πβ. μετακινώ).|| (για πρόσ., ενεργώ ώστε να έρθει κάποιος (μαζί μου) ή να πάει κάπου:) Φέρ' τον μέσα! Σε έφερα στα καλύτερα. Γιατί με έφερες/τι σε έφερε εδώ; Μπορώ να φέρω κι έναν φίλο μου;|| Μας έφερε βοήθεια. Έφεραν την Αστυνομία/τα κανάλια. Πβ. καλώ.|| Ρούχα φερμένα από το εξωτερικό (: εισαγόμενα).|| (μτφ.) ~ καλά νέα. Έφερα δουλειά στο σπίτι. Δεν ξέρω πώς να τον φέρω πίσω (πβ. γυρίζω, επιστρέφω). Έφερε νέους παίκτες στην ομάδα. Μακάρι να φέρναμε το χρυσό (ενν. μετάλλιο, πβ. κατακτώ, κερδίζω). 2. (μτφ.) οδηγώ κάποιον ή κάτι σε συγκεκριμένη θέση, κατάσταση, σημείο, εξωθώ: ~ κάποιον σε αμηχανία/στο εδώλιο του κατηγορουμένου/ενώπιον των ευθυνών του/στον σωστό δρόμο. Με ~εις τώρα στο σημείο να πω... Με ~ει συνεχώς στα όριά μου. Έφερε στην επικαιρότητα το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας. Η νίκη τους έφερε στην κορυφή της βαθμολογίας/στην πρώτη θέση. Πρόβλημα που μας ~ει αντιμέτωπους με το ζήτημα της ... Με φέρατε ακριβώς στην ερώτηση που ήθελα να κάνω. Ορκίστηκε να φέρει τους υπεύθυνους της δολοφονίας ενώπιον της δικαιοσύνης.|| ~ετε το μείγμα σε σημείο βρασμού.|| (κυριολ.) Ένας στενός δρόμος ~ει τον ταξιδιώτη στην πλατεία του χωριού. 3. (μτφ.) προκαλώ κατάσταση ή συναίσθημα: ~ προβλήματα. Μου ~εις τύχη. Το αλάτι ~ει δίψα. Η κλιματική αλλαγή ~ει πλημμύρες και ξηρασίες. Οι εξελίξεις ~ουν ανατροπές. Η μοίρα το 'φερε. Εύχομαι η νέα χρονιά να φέρει ειρήνη σε όλο τον κόσμο.|| Πώς τα ~ει η ζωή! Τα λεφτά δεν ~ουν την ευτυχία. Η ήττα έφερε απογοήτευση.|| Να ξέρατε τι αναμνήσεις μου φέρατε (πβ. ζωντανεύω, ξυπνώ). 4. εκφράζω, προβάλλω, προτείνω: ~ουν επιχειρήματα/προτάσεις. ~ κάτι σαν/ως απόδειξη/δικαιολογία. Έφερε τον εαυτό του ως παράδειγμα. Όχι που δεν θα έφερνες αντίρρηση εσύ ... Φοβόταν να μας το πει στα ίσια και το έφερε πλαγίως (: λέω κάτι με έμμεσο τρόπο). Μη σταματάτε να μας ~ετε τις ιδέες/τις παρατηρήσεις σας. Τσουχτερά πρόστιμα ~ει ο νέος ΚΟΚ (πβ. επιβάλλω). 5. πετυχαίνω: Έφερε εξάρες/ισοπαλία. Έφεραν 0-0. 6. αποφέρω: Επενδύσεις που ~ουν κέρδη. 7. (προφ.) μοιάζω με κάποιον ή κάτι: Της ~ει λιγάκι. Η γεύση ~ει προς το γλυκό. Πβ. πλησιάζει. 8. φέρω: ~ει την ευθύνη για ... Πβ. επωμίζομαι, κουβαλώ.|| Τα γκάλοπ τον ~ουν να προηγείται. Πβ. παρουσιάζω. 9. ΜΑΘ. σχηματίζω: ~ την ευθεία ΑΒ. ● Παθ.: φέρνομαι (λαϊκό): φέρομαι. ● ΦΡ.: τα φέρνω δύσκολα (προφ.): δεν τα καταφέρνω από οικονομική άποψη: ~ ~, αλλά είμαι εντάξει., τη(ν) φέρνω σε κάποιον από πίσω (προφ.): συμπεριφέρομαι δόλια. ΣΥΝ. μου την κατάφερε, το ένα φέρνει το άλλο (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχει προηγηθεί μια αλληλουχία γεγονότων, που όμως δεν αναφέρονται και τα οποία οδηγούν σε μια κατάσταση: Το ένα έφερε το άλλο και στο τέλος πιάστηκαν στα χέρια., το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση: ως έκφραση που χρησιμοποιεί ένας συνομιλητής για να στρέψει την προσοχή σε ένα θέμα που ανέκυψε τυχαία κατά τη συζήτηση: Αλήθεια, μια και/μια που ~ ~, έχεις κανένα νέο τους; Συζητούσαμε για διάφορα και, πώς το 'φερε η ~, μου ανέφερε ότι μιλήσατε. Πβ. πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα., το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει (συνήθ. προφ.): σκέφτομαι, δοκιμάζω διάφορους τρόπους: ~ ~, αλλά λύση καμία., του την έφερα (προφ.): τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: Ωραία μας την έφερες! Ποιος σου την έφερε; Πάλι μου τη φέρατε! Βλ. βάζω/φοράω τα γυαλιά σε κάποιον. , φέρνω (κάποιον) σε δύσκολη θέση: τον κάνω να αισθανθεί άβολα, αμήχανα, άσχημα με τα λόγια ή τις πράξεις μου: Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση., φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) (προφ.): τον χτυπώ με αυτό, συνήθ. εκτοξεύοντάς το προς το μέρος του: Λίγο έλειψε να της φέρω την κατσαρόλα ~., φέρνω (την) επανάσταση (εμφατ.): για να δηλωθεί ριζική αλλαγή, καινοτομία: Το ίντερνετ έφερε ~ στην οικονομία. Τα βλαστικά κύτταρα θα φέρουν ~ στον τομέα της ιατρικής., φέρνω μια βόλτα/ένα γύρο (προφ.): κάνω μια στροφή, περιστρέφομαι ή περιστρέφω κάτι: Έφερε ~ στην πίστα του μαγαζιού (: ενν. χορεύοντας). Παίζοντας με τον σκύλο, έφερα ~ την αυλή.|| (σε συνταγές μαγειρικής) Ρίχνουμε τα υλικά στην κατσαρόλα και τα ~ουμε μια βόλτα (= τα ανακατεύουμε)., φέρνω σε επαφή/(πιο) κοντά: ενεργώ, μεσολαβώ κυρ. ώστε να επικοινωνήσουν δύο ή περισσότερα άτομα μεταξύ τους: Το διαδίκτυο ~ει ~ ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Εγώ τους έφερα ~. Σκοπός του μαθήματος είναι να φέρει τους φοιτητές ~ με τη θεατρική τέχνη.|| Μη ~ετε τη συσκευή σε επαφή με το νερό. ΑΝΤ. απομακρύνω, χωρίζω. [< γαλλ. mettre en contact] , φέρνω στη ζωή/στον κόσμο (για πρόσ.): γεννώ· δημιουργώ: Έφερε ~ ~ ένα κοριτσάκι.|| (μτφ.) Έφερε ~ ~ τη νέα ιατρική., φέρνω τα πάνω κάτω: αλλάζω εντελώς μια κατάσταση: Τον γνώρισα και έφερε ~ ~ στη ζωή μου. Μέσα σε ένα ημίχρονο έφεραν ~ ~., βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό βλ. λογαριασμός, ένας κούκος/ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη βλ. άνοιξη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες βλ. βόλτα, με έφερε στο σημείο να βλ. σημείο, με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος βλ. δρόμος, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα βλ. πέρα, τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) βλ. βήμα, τα φέρνω βόλτα/γύρα βλ. βόλτα, φέρει στους ώμους του βλ. φέρω, φέρνει αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα, φέρνει την καταστροφή βλ. καταστροφή, φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του βλ. βόλτα, φέρνω βόλτα βλ. βόλτα, φέρνω κάποιον γυροβολιά βλ. γυροβολιά, φέρνω κάποιον στα νερά μου βλ. νερό, φέρνω κάποιον τούμπα βλ. τούμπα1, φέρνω κάποιον/κάτι γύρα βλ. γύρα, φέρνω κάτι στα μέτρα μου βλ. μέτρο, φέρνω την άνοιξη βλ. άνοιξη, φέρνω/βγάζω/ανασύρω κάτι στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο βλ. φιλότιμο, φέρνω/φέρω κάτι σε/εις πέρας βλ. πέρας [< μεσν. φέρνω < αρχ. φέρω]

φιλότιμο

φιλότιμο φι-λό-τι-μο ουσ. (ουδ.): αίσθημα φιλοτιμίας: άνθρωπος με ~ (= φιλότιμος). Δεν έχεις καθόλου ~ (πβ. ευθιξία, μπέσα, τσίπα); Του έθιξε το ~ (πβ. αξιοπρέπεια). Για ένα ~ ζούμε (πβ. τιμή). Έδειξε ~. Έρχεται στο ~ (= φιλοτιμείται). Από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το ~.|| Εργάζεται με ~ (πβ. ευσυνειδησία, υπευθυνότητα). ● ΦΡ.: φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο (προφ.): φιλοτιμώ: Προσπάθησα να τον φέρω ~. Τον έριξε στο ~. [< αρχ. φιλότιμον 'αγάπη για τη δόξα, δοξομανία']

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

χαλώ

χαλώ [χαλῶ] χα-λώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χαλ-άς ..., -ώντας | χάλ-ασε, -άσει, -ιέμαι, -άστηκα, -αστεί, -ασμένος} & χαλάω & (σπάν.-λαϊκό) χαλνώ 1. προκαλώ βλάβη, ζημιά σε κάτι: Μην παίζεις με το μηχάνημα, θα το ~άσεις. Πβ. αχρηστεύω, ξεχαρβαλώνω.|| Μη διαβάζεις χωρίς φως, θα ~άσεις τα μάτια σου. ~ασμένα: δόντια (: κούφια, σάπια).|| Ο αέρας μου ~ασε τα μαλλιά.|| ~ασμένα: σπίτια (= χαλάσματα). 2. (μτφ.-προφ.) ανατρέπω, ματαιώνω: Τους ~ασε την έκπληξη/το πάρτι/τα σχέδια (: τους έκανε χαλάστρα).|| Δεν θέλω να ~άσω τη φιλία μας. Οι διαφορές δεν θα ~άσουν τις σχέσεις των δύο χωρών.|| Τι μπορώ να φάω, χωρίς να ~άσω τη δίαιτα/νηστεία; 3. (μτφ.-προφ.) μεταβάλλω προς το χειρότερο, επηρεάζω αρνητικά, καταστρέφω: Η άναρχη δόμηση ~ασε (= υποβάθμισε) το τοπίο. Η εταιρεία έχει ~άσει την ποιότητα των προϊόντων της.|| Τον ~ασαν (= διέφθειραν) οι κακές παρέες/τα πολλά λεφτά.|| Μου ~ασε το κέφι. ~ασε τη δημόσια εικόνα/φήμη του. Δεν σκοπεύω να ~άσω την ατμόσφαιρα/το καλό κλίμα με παράπονα. Σιγά μη ~άσω την ηρεμία μου (= μη σκοτιστώ)! 4. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, σπαταλώ: ~ασαν πολλά χρήματα/πολύ ρεύμα. Μη ~άς (= τρως, χαραμίζεις) τον καιρό/τον χρόνο/την ώρα σου άσκοπα! 5. (μτφ.-προφ.) ανταλλάσσω (χαρτο)νόμισμα με άλλα μικρότερης, αλλά ίσης συνολικής αξίας: Έχεις/μπορείς να μου ~άσεις πενήντα ευρώ;χαλά 1. παθαίνει βλάβη, ζημιά: ~ασε το κομπιούτερ/η τηλεόραση (= τα 'παιξε). Έχει ~άσει το ασανσέρ/η συσκευή (= δεν λειτουργεί). ~ασμένο: αυτοκίνητο/εξάρτημα/ρολόι.|| Έχουν ~άσει (= φθαρεί) τα παπούτσια.|| (αλλοιώνεται:) ~ασε το γάλα (= ξίδιασε)/τυρί (= ξίνισε). ~ασμένες: τροφές (: μπαγιάτικες). ~ασμένα: ψάρια.|| Της ~ασε το μακιγιάζ. 2. (μτφ.-προφ.) ακυρώνεται, διακόπτεται, ματαιώνεται: ~ασε η δουλειά/συνεργασία. Ο γάμος τους ~ασε (= διαλύθηκε). ~ασαν τα σχέδιά μας. 3. (μτφ.-προφ.) επιδεινώνεται, μεταβάλλεται προς το χειρότερο: ~ασε ο καιρός.|| Το πρόσωπό/σώμα της έχει ~άσει (= ασχημύνει). Πβ. σκαρτεύω.|| Μου ~ασε (= κόπηκε) η διάθεση. ● Παθ.: χαλιέμαι (μτφ.-προφ.): λυπάμαι, στενοχωριέμαι: Μη ~ιέσαι (= στραβώνεις), μπορούμε να πάμε και αύριο για ψώνια. ~άστηκα με τη συμπεριφορά του. ● ΦΡ.: δε(ν) χάθηκε/δε(ν) χάλασε/δε(ν) θα χαλάσει (κι) ο κόσμος (προφ.): δεν έγινε και τίποτα, δεν πειράζει: Εντάξει, κι αν αργήσουμε λιγάκι, ~ ~. ~ ~, αν περιμένουμε καμιά ώρα. Πβ. κανένα πρόβλημα!, εδώ θα τα χαλάσουμε (προφ.): δεν θα συμφωνήσουμε, θα μαλώσουμε: Α, ~ ~!|| Δεν βαριέσαι, ~ ~;, με χαλάει/ρίχνει (προφ.): με δυσαρεστεί, με ενοχλεί, με στενοχωρεί: ~ ~ η αγένεια/αναισθησία (πβ. ξενερώνω). Δεν με χάλασαν καθόλου τα σχόλια τους (βλ. δεν με πολυχαλάει).|| Αυτή η συννεφιά με ρίχνει (ψυχολογικά). Βλ. μου τη βιδώνει. ΑΝΤ. με φτιάχνει (κάποιος/κάτι) (1), ο κόσμος να χαλάσει (προφ.): ό,τι κι αν συμβεί, σε κάθε περίπτωση: Θα πάω/θα τα καταφέρω, ~ ~!, τα χαλάω (με κάποιον) (μτφ.-προφ.): διακόπτω σχέση, συνήθ. ερωτική· χωρίζω: Τα ~ασε με τον φίλο της. Δεν ήθελε να τα ~άσει μαζί της.|| Τα ~ασαν. ΑΝΤ. τα φτιάχνω (με κάποιον) (1), τη/το/τα χαλάω (σε κάποιον) (προφ.): καταστρέφω την καλή διάθεση, το ευχάριστο κλίμα· ανατρέπω σχέδια ή προσδοκίες: Άσε με να χορέψω, μη μου το ~άς! Αν φύγετε τόσο νωρίς, μας το ~άτε.|| Τώρα μου τα ~άς, άλλα μου έλεγες πριν. Είχαν κανονίσει εκδρομή και τους τα ~ασε η βροχή., χαλάει κόσμο (μτφ.-προφ.): έχει πολύ μεγάλη επιτυχία (εισπρακτική, εμπορική): ~ ~ η παράσταση., χαλάει ο κόσμος (μτφ.-προφ.): γίνεται χαμός: ~ασε ~ από τα βεγγαλικά/τις φωνές.|| (για κακοκαιρία:) ~ ~ από τις αστραπές. Βλ. κοσμοχαλασιά, χαλασμός Κυρίου.|| ~ ~ με τις τελευταίες αποκαλύψεις., χαλάει τον κόσμο (μτφ.-προφ.): προκαλεί μεγάλη φασαρία ή αναταραχή: ~ασε ~ με τα γέλια/με τις φωνές της.|| ~ασε ~ να τον βρει (βλ. έφαγα τον κόσμο)., χάλασε ο κόσμος (μτφ.-προφ.): τα πράγματα, οι άνθρωποι χειροτέρεψαν: Πάει, ~ ~!, έκοψε η μαγιονέζα βλ. μαγιονέζα, μη χαλάς το συκώτι σου! βλ. συκώτι, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα βλ. μέρα, σπασμένο/χαλασμένο τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι βλ. ταμάχι, τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς βλ. αράπης, αραπίνα, χαλάει την πιάτσα βλ. πιάτσα, χάλασε η μανέστρα βλ. μανέστρα, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια, χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα βλ. μόστρα, χαλάω τη σούπα/τη μαγιά βλ. σούπα [< αρχ. χαλώ ‘χαλαρώνω, μειώνω’, μεσν. ~]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

χριστοπαναγίες

χριστοπαναγίες χρι-στο-πα-να-γί-ες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. χριστοπαναγία} (προφ.): υβριστικά λόγια, συνήθ. για τα θεία, ως εκδήλωση έντονου θυμού ή/και αγανάκτησης· κυρ. στη ● ΦΡ.: κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες: βρίζω, βλαστημώ τα θεία. ΣΥΝ. κατεβάζω/βρίζω Χριστούς και δαίμονες/Παναγίες, κατεβάζω/ρίχνω καντήλια

χύμα

χύμα χύ-μα επίρρ. (προφ.) 1. (για εμπόρευμα που δεν έχει παραχθεί σε οργανωμένη βιομηχανική μονάδα) ασυσκεύαστος, έτσι ώστε ο αγοραστής να επιλέγει την ποσότητα που επιθυμεί: γιαούρτι/ζάχαρη/κρασί (ΑΝΤ. εμφιαλωμένος)/λουκούμια/παγωτό/φακές/φέτα/χαλβάς ~. Τσάι/χαμομήλι ~ σε σελοφάν (ΑΝΤ. τυποποιημένος). ~ τσιμέντο. ~ εισαγωγές/εξαγωγές/καταναλώσεις/πωλήσεις. Μεταφορές εμπορευμάτων/φορτίων/χημικών ~. Πβ. χύδην. ΑΝΤ. συσκευασμένος 2. χωρίς τάξη· σκόρπιος, διασκορπισμένος: σελίδες/σημειώσεις πεταμένες ~ στο πάτωμα (: ανάκατα, ανακατωμένα, διάσπαρτα).|| (ως επίθ., μτφ.) ~ κατάσταση. ~ λέξεις/σκέψεις. 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν έχει οργάνωση στη ζωή του ή δεν περιποιείται την εμφάνισή του: Είναι πολύ ~ (: δεν είναι συγκροτημένος). Πβ. ακατάστατος, ανοργάνωτος, χαλαρός. Βλ. αφηρημένος, παρορμητικός.|| Ντυμένος ~ (ΑΝΤ. κυριλέ). ● ΦΡ.: μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα (προφ.): απευθύνομαι σε κάποιον χωρίς περιστροφές, με ειλικρίνεια, θάρρος και συνήθ. επικριτικό ύφος. Πβ. ωμά. ΣΥΝ. μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια, στα ίσ(ι)α (2), χύμα στο κύμα (αργκό): χωρίς τάξη, οργάνωση: (ως επίθ.) εντελώς/πολύ ~ ~ άτομο/κατάσταση.|| Εμφάνιση ~ ~ (= πολύ ατημέλητη)., έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα [< μτγν. χύμα ‘μάζα, συνονθύλευμα’]

ψαχνό

ψαχνό ψα-χνό ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. -ΜΑΓΕΙΡ. κρέας χωρίς κόκαλα και λίπος: κοτόπουλο/μοσχάρι/χοιρινό ~. Βλ. ξεψαχνίζω. 2. κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό· ενδιαφέρον: Υπάρχει ~ εδώ!|| Η ιστορία έχει πολύ ~! ΣΥΝ. ψητό (3) 3. (μτφ.) η ουσία ενός θέματος: Μπαίνω/πάω κατευθείαν στο ~. Πβ. ρεζουμέ. ΣΥΝ. ζουμί (3), ψητό (2) ● ΦΡ.: χτυπώ/βαρώ/ρίχνω/πυροβολώ στο ψαχνό (προφ.): πυροβολώ κατευθείαν εναντίον κάποιου χωρίς δισταγμό, με σκοπό να τον τραυματίσω ή να τον σκοτώσω. || (μτφ.) Μέτρα που χτυπούν ~ (= ζημιώνουν, πλήττουν) μισθωτούς και συνταξιούχους. [< μεσν. ψαχνόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.