ραδιογράφημα ρα-δι-ο-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. απεικόνιση που προκύπτει από τη ραδιογραφία. Βλ. ακτινογραφία, -γράφημα. [< γαλλ. radiographie, αγγλ. radiograph, radiogram]
ακτινογραφία
ακτινογραφία [ἀκτινογραφία] α-κτι-νο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. το αποτέλεσμα της ακτινογράφησης: απλή/διαγνωστική/ιατρική/κεφαλομετρική/λοξή/πλάγια/ψηφιακή ~. ~ άκρων/της αυχενικής μοίρας/θώρακος και καρδιάς/οδόντων/ποδοκνημικής/στομάχου. Βγάζω/κάνω ~. Βλ. αξονική/μαγνητική τομογραφία, ραδιογραφία.2. (μτφ.) αντικειμενική περιγραφή και σε βάθος ανάλυση, εξέταση: ~ της κοινωνίας/της παγκόσμιας οικονομίας/των ψηφοφόρων. ΣΥΝ. ακτινοσκόπηση (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πανοραμική ακτινογραφία βλ. πανοραμικός ● ΦΡ.: σαν ακτινογραφία (προφ.): για πρόσωπο πολύ αδύνατο: Πώς έγινες έτσι; Είσαι ~ ~! [< πβ. αρχ. ἀκτινογραφίη 'περιγραφή των ακτίνων του φωτός', γαλλ. radio(photo)graphie, αγγλ. radiography]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.