Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ραδιονουκλίδιο ρα-δι-ο-νου-κλί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} & ραδιονουκλεΐδιο: ΦΥΣ. ΠΥΡ. ραδιενεργό νουκλίδιο: τεχνητά/φυσικά ~α. Βλ. ραδιοφάρμακο. [< αγγλ. radionuclide, 1947, γαλλ. radionucléide, 1958] ΡΑΔΙΟΝΟΥΚΛΙΔΙΟ

ραδιοφάρμακο

ραδιοφάρμακο ρα-δι-ο-φάρ-μα-κο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. σκεύασμα που περιέχει ραδιονουκλίδια και χρησιμοποιείται κυρ. ως διαγνωστικό και θεραπευτικό μέσο: Το ~ χορηγείται ενδοφλεβίως/με εισπνοή/με κατάποση. Βλ. ακτινοθεραπεία, πυρηνική ιατρική, ραδιοϊσότοπο, σπινθηρογράφημα. [< γερμ. Radiopharmakon]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.