Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ραντίζω ρα-ντί-ζω ρ. (μτβ.) {ράντι-σα, ραντί-στηκε, -στεί, -σμένος, ραντίζ-οντας}: περιβρέχω με σταγόνες υγρού: ~ουμε τα φύλλα/φυτά με νερό (βλ. ποτίζω). Ο παπάς τον ~σε με αγιασμό (πβ. ραίνω). Φρούτα που έχουν ~στεί με φυτοφάρμακα (πβ. ψεκάζω). [< μτγν. ῥαντίζω] ΡΑΝΤΙΖΩ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.