Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ραφινάρω ρα-φι-νά-ρω ρ. (μτβ.) {ραφινάρ-ισα, -εται, -ίστηκε} 1. καθαρίζω ουσία από προσμείξεις, ακαθαρσίες, διυλίζω, φιλτράρω. Πβ. διηθώ. 2. (μτφ.) επεξεργάζομαι κάτι, ώστε να γίνει πιο κομψό και εκλεπτυσμένο: Ο σκηνοθέτης τον βοήθησε να ~ει το στιλ και την ερμηνεία του. Πβ. εξευγενίζω. [< ιταλ. raffinare, γαλλ. raffiner]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.